Δημοφιλείς αναρτήσεις

Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

Ανάλυση Οικονομικής Επικαιρότητας στην Ελλάδα


Το παρόν άρθρο έχει στόχο να εξηγήσει τόσο τα αίτια της παρούσας κατάστασης στην ελληνική οικονομία όσο και τα αποτελέσματα που έχουν οι αποφάσεις που έχουν ληφθεί, όπως και να κάνει κάποιες προτάσεις.  Σκοπός μας δεν είναι να κρίνουμε ούτε θετικά ούτε αρνητικά τις εξελίξεις παρά μόνο να τις εξηγήσουμε, όπως επίσης θεωρούμε ότι προτεραιότητα αυτή τη στιγμή έχει η έξοδος από την κρίση και όχι η απόδοση ευθυνών. Είναι πολύ σημαντικό να δημιουργηθεί μία κοινωνική συνείδηση, και ίσως σε κάποιο βαθμό μια συναίνεση, για τις εξελίξεις και εφόσον ο καθένας θα αποκτήσει προσωπική εικόνα για το κατά πόσο βοηθάει μια απόφαση ή όχι θα είναι σε θέση να κρίνει πιο αποτελεσματικά.

Θεμελιώδους σημασίας είναι να καταλάβουμε αν η Ελλάδα επιθυμεί την πτώχευση και αν οδηγείται προς τα εκεί με τις αποφάσεις της. Αν είχαμε αποφασίσει να προχωρήσουμε σε χρεοκοπία τότε δε θα χρειαζόταν να πάρουμε μέτρα γιατί απλούστατα το χρέος μας θα είχε παραγραφεί, παρόλα αυτά θα είχαμε εισέλθει σε περίοδο βαθύτερης κρίσης εφόσον δε θα είχαμε αξιοπιστία. Οι επενδυτές που μας είχαν δανείσει τα λεφτά τους θα έβλεπαν ότι τα χάνουν οριστικά και όπως είναι φυσικό δε θα ήταν εύκολο να αποφασίσουν να επενδύσουν ξανά στην Ελλάδα, όπως και οι υπόλοιποι, από τη στιγμή που θα ήμασταν επισφαλής επένδυση, σίγουρα λοιπόν δεν θα ήταν προς το συμφέρον μας, ούτε και προς το συμφέρον των δανειστών μας. Έχει συμφέρον η ΕΕ ή το ΔΝΤ να χρεοκοπήσει η Ελλάδα; Αν υπήρχε τέτοιο συμφέρον τότε δε θα μας έδιναν οικονομική βοήθεια και η χρεοκοπία μας θα ήταν σίγουρη, ενώ παράλληλα ρισκάρουν να χάσουν το ποσό της βοήθειας που διέθεσαν σε ενδεχόμενη πτώχευση στην παρούσα φάση. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι δεν ποντάρει καμία από τις εμπλεκόμενες πλευρές στην χρεοκοπία της Ελλάδος. Αυτό δε σημαίνει πως η Ελλάδα δε θα χρεοκοπήσει, αλλά ότι υπάρχει η θέληση να σωθεί. Σε ενδεχόμενη απόφαση να προχωρήσουμε σε πτώχευση, θα είχαμε βρεθεί αντιμέτωποι με έξοδο από την ΟΝΕ και πολλαπλή υποτίμηση του νομίσματος, αλλά και δυσπιστία από τις διεθνείς αγορές, αφού οι μέχρι τώρα δανειστές μας θα αντιλαμβάνονταν ότι δεν προσπαθούμε να διασφαλίσουμε την αποπληρωμή των κεφαλαίων τους. Είναι αλήθεια ότι αρκετοί είχαν επενδύσει στην χρεοκοπία της Ελλάδας γιατί φαινόταν πιθανή, και κάποιοι από αυτούς ήταν μέσα στους δανειστές της, στην προσπάθεια τους να αντισταθμίσουν τις απώλειες από την ενδεχόμενη χρεοκοπία της. Αλλά με την πάροδο του χρόνου και με τη διασφάλιση ότι η Ελλάδα θα έχει πόρους, μέσω του πακέτου στήριξης, η χρεοκοπία απομακρύνεται σαν ενδεχόμενο και αρχίζει η στήριξη της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας (επενδύσεις από τα Εμιράτα και Κίνα). Όσο η Ελλάδα είναι αξιόπιστη, η διαχείριση του χρέους διευκολύνεται, γιατί είναι σε θέση να δανείζεται με χαμηλότερα επιτόκια και οι δανειστές της αισθάνονται πιο ασφαλείς σχετικά με τη δυνατότητα της να αποπληρώσει το χρέος της, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι η μείωση των επιτοκίων θα λάβει χώρα άμεσα παρά το γεγονός ότι τα μέτρα θα φέρουν αποτέλεσμα μεσοπρόθεσμα, γιατί η ικανότητα μας να δανειζόμαστε εξαρτάται από την αντίληψη των αγορών για το αν θα είμαστε σε θέση να αποπληρώσουμε το χρέος μας στο μέλλον. Τα δημοσιεύματα που ανακυκλώνονται και η φημολογία που διασπείρεται για πτώχευση θα δημιουργηθεί αστάθεια στη ζώνη του ευρώ και να πέσει το ενιαίο νόμισμα έναντι του δολαρίου, κάτι που θα αυξήσει τις εξαγωγές των χωρών της ΟΝΕ οι οποίες έχουν πληγεί από την πολύ υψηλή ισοτιμία που έχει σαν αποτέλεσμα τα αμερικανικά προϊόντα να είναι πιο φτηνά στην Ευρώπη και τα ευρωπαϊκά πιο ακριβά στην Αμερική. Εξ ου και η κατηγορία από την ΕΕ και την Κίνα προς την κυβέρνηση των ΗΠΑ, ότι ‘’παίζει το παιχνίδι του φθηνού δολαρίου’’, εξ ου και η ένταση μεταξύ του έλληνα πρωθυπουργού και της γερμανίδας καγκελάριου, η οποία θεωρήθηκε ότι εξυπηρετεί γερμανικά συμφέροντα εις βάρος της ελληνικής οικονομίας και της ευρωπαϊκής σταθερότητας.

Βρισκόμαστε σε μια άτυπη διαδικασία συνεχούς υποτίμησης του νομίσματος, και από τη στιγμή που δεν βγαίνουμε από τη ζώνη του ευρώ η υποτίμηση αυτή γίνεται μέσω περιορισμού της αγοραστικής δύναμης των πολιτών, είτε άμεσα μέσω περικοπής επιδομάτων, μισθών και συντάξεων, επιφέροντας ταυτόχρονη μείωση δαπανών για το κράτος, είτε έμμεσα μέσω αύξησης της φορολογίας και του ΦΠΑ, επιφέροντας ταυτόχρονα αύξηση εσόδων. Το πόσο θα υποτιμηθεί το νόμισμα – θα περιοριστεί η αγοραστική μας δυνατότητα, είναι άμεση συνάρτηση της συμπεριφοράς μας σαν κράτος και σαν μονάδες ξεχωριστά. Είναι πολύ σημαντικό να καταλάβουμε ότι η Ελλάδα είναι το σύνολο και όχι μόνο η κυβέρνηση, ενώ ο τρόπος που λειτουργεί ο καθένας από μας συμβάλει θετικά ή αρνητικά ανάλογα με τις επιλογές του. Δεν είναι αυτοσκοπός η αποπληρωμή του χρέους, αλλά το να διαμορφώσουμε μια νοοτροπία που θα μας επιφέρει ανάπτυξη και ευημερία για να εξασφαλίσουμε ότι δε θα είμαστε στην ίδια θέση στο μέλλον. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε αυτή τη στιγμή είναι εθνικό και έτσι πρέπει να αντιμετωπιστεί πρέπει ο καθένας να επωμιστεί ένα μέρος του προβλήματος ανάλογα με αυτό που μπορεί να αντέξει.
 
Πρέπει επίσης να αποσαφηνίσουμε τι είναι το έλλειμμα και το χρέος σαν φυσικά μεγέθη, πως αυτά αλληλοεξαρτώνται και τι επίδραση έχουν στην ελληνική οικονομία. Κάθε χρόνο η κυβέρνηση έχει έσοδα και δαπάνες, αν οι δαπάνες υπερβαίνουν τα έσοδα τότε δημιουργείται έλλειμμα και πρέπει να προχωρήσουμε σε δανεισμό. Με αυτό τον τρόπο δημιουργείτε το χρέος το οποίο συσσωρεύεται με τα χρόνια κατά τα οποία λειτουργούσαμε σημειώνοντας έλλειμμα. Βλέπουμε λοιπόν ότι η σχέση των δύο μεγεθών είναι αμφίδρομη εφόσον το έλλειμμα σε ένα δεδομένο έτος αυξάνει το χρέος που έχει συσσωρευτεί, ενώ το συσσωρευμένο χρέος αυξάνει το έλλειμμα του τρέχοντος έτους αφού οι πληρωμές των τόκων μπαίνουν στον τρέχοντα προϋπολογισμό. Όταν μια χώρα δανείζεται από το εξωτερικό καταναλώνει περισσότερα από ότι παράγει. Στην Ελλάδα λοιπόν, οι Έλληνες πολίτες κατανάλωναν αγαθά με τα χρήματα που δανειζόταν η κυβέρνηση από το εξωτερικό και στο σύνολο της η Ελλάδα κατανάλωνε περισσότερο από ότι παρήγαγε. Αυτός είναι και ο λόγος που υπήρχαν οι αντιδράσεις των ξένων κρατών που κλήθηκαν να συνεισφέρουν για το πακέτο στήριξης της Ελλάδος, αφού έπρεπε να περιορίσουν το βιοτικό επίπεδο των πολιτών τους επειδή οι Έλληνες υιοθέτησαν υψηλότερο βιοτικό επίπεδο από αυτό που μπορούσαν να υποστηρίξουν. Το πρόβλημα που καλούμαστε να λύσουμε αυτή τη στιγμή είναι συσσωρευμένο πρόβλημα πολλών χρόνων, κατά τα οποία ,παρόλο που αναγνωρίζαμε την κατάσταση, την κρύβαμε κάτω από το χαλί, ενώ αντιδρούμε τώρα που ήρθε αναπόφευκτα η ώρα να την αντιμετωπίσουμε γιατί επωμιζόμαστε και το βάρος παλαιότερων γενεών, αλλά και γιατί θα πρέπει να ρίξουμε το βιοτικό μας επίπεδο στα επίπεδα παραγωγής πλούτου της χώρας, αλλά και χαμηλότερα ακόμα, για να μπορέσουμε να αποπληρώσουμε το χρέος. 

Είναι σημαντικό να αποπληρώσουμε το χρέος έτσι ώστε να σταματήσουμε να διαθέτουμε πόρους της χώρας για την αποπληρωμή των όλο και αυξανόμενων τόκων. Με αυτό τον τρόπο θα μπορούμε να διαθέσουμε περισσότερους πόρους για εσωτερική κατανάλωση. Η αποπληρωμή όμως του χρέους προϋποθέτει αρχικά τη μείωση του ελλείμματος, και ουσιαστικά την δημιουργία, σταδιακά, πλεονάσματος. Αν το πλεόνασμα υπερβεί τις πληρωμές των τόκων του χρέους το χρέος θα μειωθεί. Πρέπει επίσης να πούμε ότι σημαντικό δεν είναι το χρέος αυτό καθεαυτό, αλλά το χρέος αναλογικά με το ΑΕΠ και αυτό γιατί ανάλογα με το πόσο παράγει μια χώρα και τα έσοδα της, είναι και πιο εύκολο ή πιο δύσκολο να ξεχρεώσει. Το τρέχον πρόβλημα της Ελλάδος είναι ο συνδυασμός υψηλού χρέους, μεγάλου ελλείμματος και χαμηλής παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας. Το γεγονός αυτό καθιστά την Ελλάδα ανήμπορη να δανειστεί από τις χρηματοπιστωτικές αγορές, παρά μόνο με πολύ υψηλά επιτόκια. Οι αγορές δεν έχουν συνωμοτήσει κατά της Ελλάδας, απλά αντανακλούν την οικονομική πραγματικότητα, προστατεύοντας παράλληλα και τα συμφέροντα όσων έχουν δανείσει τις αποταμιεύσεις τους σε μας. Οι μεταρρυθμίσεις – μνημόνιο,  στις οποίες συμφώνησε η Ελλάδα με τους δανειστές της, είναι μέτρα για να διασφαλίσουν ότι η ΕΕ και το ΔΝΤ ότι θα πάρουν τα χρήματα τους πίσω, ενώ υπάρχει τόσο στενή εποπτεία γιατί δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε δώσει ψευδή στοιχεία για τη δημοσιονομική μας κατάσταση και δεν υπάρχει η απαιτούμενη εμπιστοσύνη. Το ΔΝΤ μας δάνεισε χρήματα με επιτόκιο πολύ χαμηλότερο από αυτό των αγορών και έθεσε τους όρους που διασφαλίζουν ότι θα τα πάρει πίσω. Η δαιμονοποίηση του γίνεται αφενός για να δείξει η κυβέρνηση ότι δεν είναι δική της βούληση τα νέα μέτρα, με σκοπό να μετριάσει το πολιτικό κόστος, και αφετέρου γιατί το συνδυάζουμε πάντα με δύσκολες οικονομικές συνθήκες και λιτότητα, αφού σε τέτοιες περιπτώσεις μόνο απευθυνόμαστε για βοήθεια. Οι μεταρρυθμίσεις στις οποίες συμφώνησε η Ελλάδα με τους δανειστές της έχουν σχετικά άμεσο ορίζοντα μέσα στον οποίο πρέπει να αποδώσουν αποτελέσματα και καμιά από αυτές δεν αφορά την παιδεία ή τη βασική έρευνα, δύο θεμέλιων λίθων της ανάπτυξης μιας χώρας, που τα αποτελέσματα τους φαίνονται σε βάθος χρόνου. Αυτό είναι φυσικό αφού η εκ βάθρων μακροχρόνια μεταρρύθμιση της ελληνικής οικονομίας δεν αποτελεί αρμοδιότητα της ΕΕ και του ΔΝΤ αλλά των ίδιων των Ελλήνων, και αυτό ενισχύει και την άποψη ότι το μνημόνιο είναι απλώς η διασφάλιση των δανειστών μας ότι θα πάρουν τα χρήματα τους. 

Για να ανταπεξέλθουμε στην περίσταση οφείλουμε να βελτιώσουμε τα δημόσια οικονομικά και να ανεβάσουμε την παραγωγικότητα μας. Το μεγαλύτερο μέρος των μέτρων μέχρι στιγμής αποσκοπούν στην βελτίωση των δημόσιων οικονομικών, αλλά θα πρέπει να υπάρξουν μέτρα που θα προωθούν την ανάπτυξη και την επιχειρηματικότητα. Πρέπει σαν κράτος να αποκτήσουμε στρατηγικό σχεδιασμό προώθησης τομέων όπου έχουμε συγκριτικό πλεονέκτημα, όπως η φιλοσοφία, η ιστορία, τα τουριστικά επαγγέλματα, η αρχαιολογία και η ναυσιπλοΐα και να τους εκμεταλλευτούμε. Θα μπορούσαμε κάλλιστα να εξάγουμε γνώση δημιουργώντας ξενόγλωσσα τμήματα εκπαίδευσης, να αυξήσουμε τις καθαρές εξαγωγές ελληνικών προϊόντων, να εκμεταλλευτούμε την τεχνολογική ανισσοροπία που έχουμε με τις γείτονες χώρες για να εξάγουμε τεχνογνωσία, ενώ θα πρέπει να γίνουν κρατικές επιχορηγήσεις σε βασική έρευνα, για να βρουν επιχειρήσεις υπόβαθρο να επενδύσουν σε εφαρμοσμένη. Θα πρέπει το εκπαιδευτικό μας σύστημα να προσανατολίζει στην δημιουργικότητα, να προωθεί τις καινοτόμες ιδέες και την κριτική σκέψη, ενώ πρέπει να δίνει κίνητρα στους έλληνες επιστήμονες να μένουν στην Ελλάδα αντί να τους αποθαρρύνει.

Για την βελτίωση των δημόσιων οικονομικών χρειάζεται ο περιορισμός των δαπανών, αλλά και η αύξηση των εσόδων. Οι κυβερνητικές δαπάνες είναι συγκρίσιμες με το μέσο όρο της ΕΕ αλλά τα έσοδα βρίσκονται σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο λόγο φοροδιαφυγής. Εξαιτίας αυτής, η κυβέρνηση αδυνατεί να παρέχει κρατικές υπηρεσίες υψηλής ποιότητας, ενώ το φορολογικό σύστημα παρουσιάζει ανισότητες ανάμεσα σε αυτούς που φοροδιαφεύγουν και σε αυτούς που πληρώνουν φόρους για όλους. Βασικός στόχος του φορολογικού συστήματος είναι η αναδιανομή του εισοδήματος από τους πλούσιους στους πιο φτωχούς,  μέσω συλλογής υψηλότερων φόρων από τα μεγαλύτερα εισοδήματα και τη χρήση των εσόδων αυτών για την παροχή δημόσιων αγαθών που εξυπηρετούν εξίσου τους πλούσιους και τους φτωχούς. Στην κατεύθυνση αυτή κινήθηκε και το φορολογικό νομοσχέδιο, το οποίο έβαλε φόρους σε είδη πολυτελείας και αύξησε τους συντελεστές στα υψηλά εισοδήματα ενώ αύξησε και το αφορολόγητο όριο, ευνοώντας τα χαμηλά. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι με την έγκριση του προϋπολογισμού, το κράτος έχει ανάγκη από ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό για να καλύψει τις δαπάνες του. Με το να φοροδιαφεύγουμε δεν γλιτώνουμε χρήματα γιατί το απαιτούμενο ποσό συνεχίζει να υπάρχει, απλά μετακυλύουμε το κόστος που θα είχαμε, πληρώνοντας τους φόρους μας, περιορίζοντας την αγοραστική μας δύναμης μέσω ενδεχόμενων περικοπών αλλά και αύξησης στις τιμές των προϊόντων. Πρέπει να καταλάβουμε ότι όλα λειτουργούν σαν αλυσίδα και αν το κράτος δεν έχει έσοδα από την φορολόγηση θα αναγκαστεί  να τα βρει με άλλους τρόπους. Οπότε το μόνο που καταφέρνουμε είναι να κατανέμουμε το βάρος άνισα προς τους συνανθρώπους μας να υπονομεύουμε τις δημόσιες παροχές και να δυσχεραίνουμε τη θέση όλων. 

Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει όταν δεν ζητάμε αποδείξεις για τα αγαθά που καταναλώνουμε. Στην τιμή που πληρώνουμε περιλαμβάνεται και φόρος ο οποίος πηγαίνει στο κράτος για την βελτίωση των παροχών του, αυτό σημαίνει ότι ο εκάστοτε επιχειρηματίας έκανε ανατίμηση στα αγαθά που παρέχει για να συμπεριλάβει και την αύξηση στο ΦΠΑ. Όταν δεν ζητάμε αποδείξεις πληρώνουμε υψηλότερες τιμές, χωρίς να βοηθάμε στην επίλυση του προβλήματος, και χωρίς ταυτόχρονα να υπάρχει ανταποδοτικότητα, αφού τα λεφτά δεν πάνε στο κράτος, για να μας τα επιστρέψει μέσω παροχών, αλλά στον επιχειρηματία. Το κράτος συνεχίζει να έχει έλλειμμα και έχουμε νέες ανατιμήσεις μέχρι να καλυφθεί. Η συλλογή αποδείξεων και η κατάθεση τους μαζί με τη φορολογική δήλωση δε θα είχε λόγο ύπαρξης, αν αναγνωρίζαμε την ανάγκη να τις ζητάμε χωρίς κίνητρο, ενώ θα είχαμε ταυτόχρονα χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές και αύξηση της ποιότητας των κρατικών παροχών. Πρέπει να καταλάβουμε ότι η καταβολή των φόρων, άμεσων και έμμεσων, δεν γίνεται για τιμωρία αλλά για την κάλυψη των δαπανών του κράτους και την μείωση του χρέους. Όταν αποφεύγουμε την καταβολή τους απλά προκαλούμε νέες ανατιμήσεις ενώ υπονομεύουμε τις δημόσιες παροχές. Η φοροδιαφυγή δε θα έπρεπε να εκλαμβάνεται ως χτύπημα κατά της κυβερνητικής εξουσίας αλλά ως χτύπημα κατά του κοινωνικού συνόλου και της κοινωνικής συνοχής. Πρακτικά λοιπόν χρειάζεται ένα σύστημα διασταύρωσης των αποδείξεων και των φορολογικών δηλώσεων το οποίο να λειτουργεί αυτόματα και να έχει εφαρμογή παντού, αλλά ουσιαστικά πρέπει ο πολίτης της χώρας να βιώσει την ανταποδοτικότητα των φόρων που πληρώνει σε παροχές και ποιοτικές κρατικές υπηρεσίες. Έτσι μόνο σταδιακά θα σημειώσει μια μεταστροφή στην νοοτροπία του και θα θεωρεί αυτονόητο ότι θα καταβάλει τους άμεσους και έμμεσους φόρους του. Στην παρούσα φάση όμως που το επίπεδο παροχών είναι τόσο χαμηλό και υπάρχει γενική ατιμωρησία, ο πολίτης δεν αισθάνεται την ανάγκη να συμβάλει στο κοινό συμφέρον. Είναι γενικά σκέψη ανώτερου επιπέδου να καταλάβουμε ότι το προσωπικό μας συμφέρον εξυπηρετείται καλύτερα μέσα από το κοινό συμφέρον, ειδικά σε τέτοιες περιστάσεις αυξημένης πολυπλοκότητας όπου οι επιπτώσεις των πράξεων μας δεν είναι μονοδιάστατες αλλά έχουν και παράπλευρες παρενέργειες που επιστρέφουν πίσω σε μας.

Για να έχουμε βελτίωση όμως των κρατικών παροχών και ανταποδοτικότητα του φορολογικού συστήματος προς τους πολίτες, πρέπει να καταπολεμηθεί η διαφθορά και παράλληλα να ανέβει η παραγωγικότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Η διαφθορά όμως είναι δύσκολο να αντιμετωπισθεί εφόσον ο πολίτης έχει βιώσει μακρές περιόδους αναξιοκρατίας και αδιαφάνειας, στις οποίες μάλιστα εμπλέκονταν και κυβερνητικά στελέχη, και επιπροσθέτως αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει γενική ατιμωρησία. Ο συνδυασμός των δύο έχει οδηγήσει στην απαξίωση του πολιτικού συστήματος, η οποία αποτυπώθηκε και στα ποσοστά της αποχής των δημοτικών εκλογών, και αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε εφόσον δεν υπάρχει η εμπιστοσύνη ότι μια κυβέρνηση μπορεί να φέρει τη λύση, δεν υπάρχει συναίνεση στις δύσκολες αποφάσεις που πρέπει να παρθούν και δεν προκύπτει κοινωνική συνοχή. Είναι σημαντικό λοιπόν η κυβέρνηση να καταφέρει έμπρακτα να αποδείξει στη συνείδηση του καθενός, ότι αποποιείται πρακτικές που λειτουργούν σε βάρος του μέσου πολίτη. Συγκεκριμένα απαιτείται η ίση αντιμετώπιση όλων απέναντι στη δικαιοσύνη, η θέσπιση πιο αυστηρών ποινών στις οποίες να εκπίπτουν όλοι, ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης, αξιώματος, φύλου ή καταγωγής από τη στιγμή που είναι έλληνες πολίτες, ο εκμοντερνισμός των λογιστικών πρακτικών, η απλοποίηση του θεσμικού πλαισίου και θέσπιση απρόσωπων συναλλαγών όσον αφορά τις συναλλαγές κράτους πολιτών. Η τροποποίηση - κατάργηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών θεωρείται απαραίτητη.

Για την βελτίωση της παραγωγικότητας του δημοσίου, η Ελλάδα δε χρειάζεται να αυξήσει τις δαπάνες της, εφόσον ήδη οι δαπάνες της είναι στα επίπεδα των υπόλοιπων χωρών της ΕΕ. Αυτό που χρειάζεται είναι να δαπανώνται οι ίδιοι πόροι αλλά πιο αποτελεσματικά. Για να επιτευχθεί αυτό πρέπει κατά κύριο λόγο να καλυφθούν θέσεις στις οποίες αντιμετωπίζουμε έλλειψη προσωπικού με δυναμικό από πλεονάζοντες οργανισμούς. Οι εσωτερικές μετατάξεις στο δημόσιο μπορούν να επιφέρουν καλύτερη απόδοση, ενώ τα επιδόματα θα πρέπει να είναι σεβαστά, όχι όμως υπό τη μορφή πάγιας καταβολής αλλά ως επιβράβευση. Οι υπάλληλοι πρέπει να έχουν ως κίνητρο τις υψηλότερες αποδοχές και τις καλύτερες δυνατότητες προαγωγής για να ανεβάσουν την απόδοση τους, ειδικά σε περιβάλλον μονιμότητας όπως του ελληνικού δημοσίου. Όπως πρέπει να υπάρχει η επιβράβευση στους υπαλλήλους που είναι παραγωγικοί, με τον ίδιο τρόπο πρέπει να υπάρχουν και πρόστιμα σε αυτούς που δεν καταφέρνουν να εκτελέσουν ούτε τα βασικά τους καθήκοντα επί μονίμου βάσεως. Είναι δομικό στοιχείο της κοινωνίας ένα σύστημα που να παρέχει την ίδια ποιότητα περίθαλψης και εκπαίδευσης σε όλες τις εισοδηματικές ομάδες αναγνωρίζοντας την ανάγκη στήριξης των λιγότερο εύπορων. Σε περίπτωση που πετυχαίναμε κάτι τέτοιο θα αυξάναμε δραματικά την αγοραστική ικανότητα των μέσων και χαμηλών εισοδημάτων, εφόσον δε θα υπήρχε η ανάγκη, για επιτακτικά μέχρι τώρα, έξοδα όπως τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια και τα ιδιωτικά νοσοκομεία στα οποία αναλώνεται μεγάλο μέρος του ετήσιου εισοδήματος. Τα ολοήμερα σχολεία αλλά και η αύξηση των εφημερευόντων νοσοκομείων κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, όπως και η αξιολόγηση των ιδρυμάτων αυτών, αφού αναγνωρίζονται τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και μπορούμε να δώσουμε στοχευμένα βοήθεια σε αυτά που έχουν μεγαλύτερες ανάγκες, ώστε να τα φέρουμε στο ίδιο επίπεδο.

Σημαντικό είναι και το πρόβλημα βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος το οποίο έχει γίνει πολύ έντονο τα τελευταία χρόνια λόγω του συνδυασμού δύο δημογραφικών παραγόντων: το προσδόκιμο ζωής αυξάνεται ενώ η πληθυσμιακή αύξηση μειώνεται. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα σε κάθε συνταξιούχο να αντιστοιχούν λιγότεροι εργαζόμενοι. Το σύστημα αφενός δεν ήταν κατάλληλα διαμορφωμένο ώστε να αντιμετωπίσει τη γήρανση του πληθυσμού και αφετέρου υπάρχουν ασφαλιστικά ταμεία με τεράστια ελλείμματα λόγο κακοδιαχείρισης και επισφαλών επενδύσεων τους, τα οποία επιδιώκεται να καλυφθούν μέσω συγχώνευσης τους με άλλα που είναι υγιή και πλεονασματικά. Είναι δίκαιο σε μια κοινωνία να έχουν όλοι το ίδιο δικαίωμα στην ασφάλιση και να μην υπάρχουν ασφαλιστικά ταμεία πολλών ταχυτήτων, από τη στιγμή όμως που και οι εισφορές των ασφαλισμένων θα είναι της ίδιας τάξης. Το ασφαλιστικό σύστημα το οποίο εφαρμοζόταν, προέβλεπε συντάξεις με συγκεκριμένα χρόνια δουλειάς, ενώ είχε υπολογιστεί η καταβολή σύνταξης για το μέσο χρόνο ζωής που ίσχυε την εποχή που ψηφίστηκε. Από τότε όμως, οι νέοι βγαίνουν στην αγορά εργασίας αργότερα, λόγω μεγαλύτερης βαρύτητας στις σπουδές, ενώ το προσδόκιμο ζωής έχει ανεβεί. Αυτό σημαίνει πως πληρώνουμε εισφορές λιγότερα χρόνια, για να παίρνουμε σύνταξη για περισσότερα. Για να μπορέσει αυτό το σύστημα να λειτουργήσει, χωρίς να δημιουργεί επιπρόσθετο έλλειμμα ήταν απαραίτητη η αναπροσαρμογή των ορίων. Σε αυτή την κατεύθυνση είναι και το ασφαλιστικό το οποίο ψηφίστηκε, ενώ είναι κοινωνικά δίκαιο οι μεταβολές που έγιναν στις συντάξεις να είναι κλιμακωτές, με μικρές αυξήσεις στις χαμηλότερες και κλιμακωτή μείωση στις υψηλότερες συντάξεις (πάνω από 1400 και 4000 ευρώ). Αυτό που οφείλει να κάνει το κράτος είναι να θεσπίσει, και συνταγματικά ακόμα, ένα κατώτατο βιοτικό επίπεδο, το οποίο να εγγυάται μια αξιοπρεπή διαβίωση, και να το διασφαλίσει για όλους τους πολίτες της χώρας.
 
Όπως αναφέραμε και πιο πάνω δεν μπορεί να υπάρξει οικονομική μεγέθυνση και ανάπτυξη όσο υπάρχουν επισφαλή χρέη, αλλά ο περιορισμός του χρέους δεν είναι αρκετός. Το κράτος πρέπει να παρέχει ένα σταθερό θεσμικό πλαίσιο το οποίο να προάγει τον ανταγωνισμό, τις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα. Πρέπει μικρές και νέες επιχειρήσεις να στηρίζονται, όπως πρέπει να δίνονται κίνητρα στις επιχειρήσεις αυτές να κάνουν συγχωνεύσεις και συμπράξεις έτσι ώστε να μειώνουν τα λειτουργικά τους έξοδα, να αυξάνουν τα κεφάλαια τους και να μπορέσουν να αντέξουν τον ανταγωνισμό. Είναι απαραίτητο να καταργηθούν οι ρυθμίσεις που απαγορεύουν την είσοδο σε πολλούς βιομηχανικούς κλάδους όπως και τα κλειστά επαγγέλματα πρέπει να απελευθερωθούν. Αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα να πέσουν οι τιμές αφού θα μεγαλώσει ο ανταγωνισμός. Δεν είναι λογικό το ρυθμιστικό πλαίσιο να εμποδίζει την είσοδο στις επιχειρήσεις και να απελευθερώνεται μόνο η ικανότητα αύξησης των τιμών. Η μόνη λύση για να συνεχίσουν κάποια επαγγέλματα να είναι κλειστά είναι να μπει όριο στις τιμές από το κράτος, με σταθερό ποσοστό κέρδους επί του κόστους, ειδάλλως κλειστά επαγγέλματα μπορούν να θεσπίζουν συνολικά αυξημένες τιμές και ο καταναλωτής να υποχρεώνεται να τις πληρώνει. Μπορούν δηλαδή να λειτουργούν μονοπωλιακά. Οι επιχειρήσεις που λειτουργούν με μονοπωλιακές πρακτικές  πρέπει να διώκονται από την Επιτροπή Ανταγωνισμού χωρίς διακρίσεις, ενώ πρέπει να επιδιώκεται η εφαρμογή της νομοθεσίας με διαφάνεια και συνέπεια.

Αναγκαίο κρίνεται επίσης να αναφερθούμε στην αύξηση του επιτρεπόμενου ορίου απολύσεων. Το συγκεκριμένο μέτρο ενέχει μεγάλο πολιτικό κόστος, και για αυτό το λόγο έρχεται στο προσκήνιο μόνο σε περιπτώσεις όπου η οικονομία αντιμετωπίζει δύσκολες συνθήκες, και βραχυπρόθεσμα, τα αποτελέσματα του μέτρου αυτού είναι αρνητικά για τους εργαζόμενους, αφού οι επιχειρήσεις, προκειμένου να ανταπεξέλθουν στην μείωση της ζήτησης, οπότε και της παραγωγής, επιζητούν τρόπους να ελαττώσουν τα λειτουργικά τους έξοδα. Πράγματι μια επιχείρηση που δεν μπορεί να μειώσει δραστικά το εργατικό δυναμικό της σε περίοδο ύφεσης αντιμετωπίζει υψηλό κόστος και πιθανόν ακόμη και χρεοκοπία. Η διευκόλυνση των απολύσεων μπορεί να αποτρέψει τη χρεοκοπία και ως εκ τούτου να επιτρέψει τουλάχιστον σε κάποιους εργαζόμενους να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας τους. Το βασικότερο όμως είναι ότι η επιχείρηση θα είναι πιο πρόθυμη να προβεί σε αύξηση των προσλήψεων όταν γίνει κερδοφόρος διότι γνωρίζει ότι θα μπορέσει να μειώσει το εργατικό δυναμικό της σε περίοδο ύφεσης. Επιπροσθέτως ένα τέτοιο θεσμικό πλαίσιο θα δελεάσει επιχειρήσεις από το εξωτερικό ενώ δίνει κίνητρα σε νέους επιχειρηματίες. Επίσης η μείωση του κατώτατου μισθού για τους εργαζόμενους κάτω των 25 ετών, είναι ένα μέτρο που θα βοηθήσει τους νέους, που δεν έχουν επαγγελματική εμπειρία, αφού δίνει κίνητρο σε μια επιχείρηση να προσλάβει έναν απόφοιτο με χαμηλότερο κόστος προκειμένου να τον εκπαιδεύσει. Όπως είναι φυσικό όταν μια επιχείρηση δαπανά πόρους και χρόνο για να εκπαιδεύσει έναν εργαζόμενο δεν προτίθεται να τον απολύσει, οπότε και μετά το πέρας του ορίου ηλικίας ο εργαζόμενος δεν απειλείται να χάσει τη θέση εργασίας από κάποιον νεότερο. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι στην αγορά εργασίας μεγαλύτερη αξία έχει η προϋπηρεσία και μετά η εκπαίδευση. Ένα μορφωμένο εργατικό δυναμικό βοηθάει στην ανταγωνιστικότητα, αφού αυξάνει την παραγωγικότητα των υπαρχουσών επιχειρήσεων αλλά προσελκύει και νέες, ενώ είναι προαπαιτούμενο για την δημιουργία επιχειρήσεων σε δραστηριότητες υψηλής ανάπτυξης, όπως είναι οι προηγμένες τεχνολογίες. Πρέπει λοιπόν εθνικά να προσανατολιστούμε σε υψηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης, δίνοντας περισσότερες υποτροφίες, αλλά και θεωρώντας πλέον τις μεταπτυχιακές σπουδές ως βασικό αγαθό, καθιστώντας τες δωρεάν. Υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο για τον εργαζόμενο συνεπάγεται υψηλότερη παραγωγικότητα, μεγαλύτερη σπανιότητα, μεγαλύτερη εργασιακή ασφάλεια, αλλά και μεγαλύτερες απολαβές. Πρέπει σαν κράτος να δημιουργήσουμε τις συνθήκες και τα κίνητρα για τους έλληνες επιστήμονες αλλά και το εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό για να μείνει στην Ελλάδα. Η αξιοποίηση τους είναι κρίσιμης σημασίας για την ανάπτυξη της χώρας.

Πρέπει επίσης να καταφέρουμε να εντάξουμε την παραοικονομία στην κανονική οικονομία έτσι ώστε να έχουμε μια πλήρη εικόνα των κεφαλαίων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα αλλά και να φορολογηθούν τα ποσά της μαύρης αγοράς. Αυτό θα αυξήσει τα έσοδα του κράτους ενώ θα ρίξει και τους φορολογικούς συντελεστές, θα αυξηθούν οι εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία και θα ανεβάσουμε την παραγωγικότητα μας σαν χώρα. Για τον ίδιο λόγο πρέπει να πολιτογραφήσουμε και τους μετανάστες τους οποίους θα έχουμε στη χώρα μας, έτσι ώστε μαζί με τα δικαιώματα που τους παραχωρούνται να αναλάβουν και υποχρεώσεις, ενώ θα θεωρήσουν μόνιμη βάση την Ελλάδα και θα σταματήσουν να φεύγουν χρήματα στο εξωτερικό.

Επιπλέον, αφού η Ελλάδα έχει επιλέξει να μην κάνει διαχωρισμό κράτους – εκκλησίας, καλό θα ήταν, σε τέτοιες δύσκολες εποχές για τον ελληνικό λαό, η εκκλησία να βοηθήσει όπως μπορεί το κράτος, παραχωρώντας προσωρινά την επικαρπία από τα ενοίκια των ακινήτων της, στεγάζοντας και σιτίζοντας όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους, που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχιας, αλλά και στηρίζοντας τοπικά τις κοινωνίες. Η κυβέρνηση θα μπορούσε τέλος να αναλογιστεί το ενδεχόμενο να μειώσει το ΦΠΑ κατά μία μονάδα, για ψυχολογικούς κυρίως λόγους, αν κάτι τέτοιο φέρει ανάλογες μειώσεις και στις τιμές των προϊόντων. Η μείωση αυτή θα φέρει αύξηση των πωλήσεων, πολλαπλάσια της μείωσης του φόρου, κάτι που θα έχει σαν αποτέλεσμα και την αύξηση των εσόδων του κράτους. 

Η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα είναι δύσκολη, αλλά αυτό συνεπάγεται ότι υπάρχει πολύ μεγάλο περιθώριο βελτίωσης. Υπάρχει εξαθλίωση, αλλά ακόμα και η αθλιότητα βγάζει ένα μεγαλείο όταν την αντιμετωπίζεις με υψηλό ηθικό και σθένος. Η μιζέρια, η οποία διαχέεται, δεν ενέχει απολύτως τίποτα. Η ύφεση και η κινδυνολογία, που επικρατούν, είναι συγκοινωνούντα δοχεία και αλλητοτροφοδοτούνται. Ο φόβος οδηγεί στην αδράνεια, αυτή με τη σειρά της σπρώχνει πιο βαθιά μέσα στην ύφεση και γεννά νέους φόβους. Πρέπει να δράσουμε για να βγούμε από αυτό το φαύλο κύκλο. Μαζί με τη μιζέρια, το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε, σαν λαός, είναι η απαξίωση του πολιτικού συστήματος. Έχει χαθεί η εμπιστοσύνη και μαζί με αυτή και η ελπίδα. Έτσι δε μπορεί να επιτευχθεί συναίνεση, ούτε και κοινωνική συνοχή. Είναι ζωτικής σημασίας η θέσπιση ενός κατώτερου βιοτικού επιπέδου, που θα εξασφαλίζει αξιοπρεπή διαβίωση για όλους τους πολίτες σε αυτές τις περιόδους ανασφάλειας που διανύουμε, ενώ σταδιακά οφείλουν οι εκπρόσωποι του πολιτικού συστήματος να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του λαού, με έργα πια και όχι με λόγια. Είναι ζωτικής σημασίας επίσης, τα μέτρα που υιοθετούνται να έχουν ανταποδοτικότητα προς το λαό. Από την άλλη πρέπει ο καθένας ξεχωριστά να καταλάβει ότι είναι κομμάτι του ψηφιδωτού της Ελλάδας και οι πράξεις του είναι αυτές που καθορίζουν και την υπάρχουσα κατάσταση. Πρέπει να μετατρέψουμε τον σκεπτικισμό και την αμφισβήτηση σε δημιουργικότητα. Μπορούμε όλοι να δράσουμε με τρόπο  που κάνει τη διαφορά και είναι προς όφελος όλων μας να το αποφασίσουμε.


Κομμάτια του κειμένου αυτού υποστηρίζονται και από άλλα άρθρα και μελέτες όπως:
Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα: Μεταρρυθμίσεις και ευκαιρίες σε μια κρίσιμη συγκυρία, Δημήτρης Βαγιανός  London School of Economics, CEPR και NBER, Νίκος Βέττας Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και CEPR, Κώστας Μεγήρ Yale University, University College London, IFS και CEPR

5 σχόλια:

  1. "Αν είχαμε αποφασίσει να προχωρήσουμε σε χρεοκοπία τότε δε θα χρειαζόταν να πάρουμε μέτρα γιατί απλούστατα το χρέος μας θα είχε παραγραφεί"

    Αυτό δεν είναι σωστό! Ας πούμε πως αποφασίζαμε να σβήσουμε μονομερώς το χρέος μας. Τον ίδιο μήνα θα έπρεπε να πληρώσουμε κάποια έξοδα ως κράτος για τους μισθούς, τις συντάξεις και τις υπόλοιπες δαπάνες στη χώρα. Το πρόβλημά μας είναι ότι ούτε για αυτά τα πράγματα έχουμε χρήματα!

    Αν δει κανείς τα νούμερα θα διαπιστώσει πως το 2009 τα έσοδα του κράτους ήταν 55,5 δις ευρώ. Τα βασικά έξοδα του κράτους, και όταν λέω βασικά έξοδα εννοώ τους μισθούς, τις συντάξεις, τα δημόσια έργα, και όχι την αποπληρωμή του χρέους μας και τους τόκους, ήταν 64,5 δις ευρώ. Δηλαδή μας έλειπαν 9 δις για να πληρώσουμε βασικά μας έξοδα!

    Από πού θα βρίσκαμε αυτά τα 9 δις αν δε μας δάνειζε κανείς; Θα έπρεπε να τα κόβαμε μέσα σε μια μέρα, γιατί αναγκαστικά δε θα τα είχαμε για να τα δώσουμε. Αν το Μνημόνιο που προέβλεπε να έχουμε έλλειμμα και το 2013 είχε τόσο επώδυνα μέτρα, φαντάσου τα μέτρα που πρέπει να παρθούν όταν είσαι αναγκασμένος να μηδενίζεις το έλλειμμα εν μία νυκτί!

    Είναι φοβερό μόνο και να το σκεφτεί κανείς! Τόσο δυσβάσταχτα μέτρα και όχι μόνο δε μικραίνουν το χρέος, αλλά και πάλι μετά από μερικά χρόνια θα ξοδεύουμε περισσότερα από όσα έχουμε! Πόσο μάλλον να χρεοκοπούσαμε και να έπρεπε να ισοσκελίσουμε προϋπολογισμό μέσα σε μια μέρα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Στην περίπτωση που φυσικά η χώρα κηρύξει πτώχευση θα γυρίσει στη δραχμή, οπότε και θα μπορεί να κόβει μόνη της νόμισμα. Αυτό φυσικά θα εκτοξεύσει στα ύψη τον πληθωρισμό αλλά η πτώχευση, αν και ζημιογόνο σενάριο στην δεδομένη στιγμή, είναι ρεαλιστικό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Πρώτον, δεν είναι απαραίτητο να γυρίσει το κράτος στη δραχμή σε περίπτωση πτώχευσης.

    Δεύτερον, και πιο σημαντικό, τα ελλείμματα δεν εξαφανίζονται με την υποτίμηση! Γιατί ναι μεν θα μπορεί να πληρώσει τους μισθούς και τις συντάξεις με ωραίες δραχμούλες με έμβλημα τη φάτσα του Καραμανλή, αλλά δε θα μπορεί να πληρώσει πετρέλαιο, και οτιδήποτε άλλο εισάγει το κράτος για τις ανάγκες του (αλλά και εμείς φυσικά για τις δικές μας). Για να μπορέσει να τα πληρώσει αυτά θα πρέπει να τιθασεύσει τα ελλείμματα με άλλο τρόπο και όχι με την υποτίμηση.

    Αυτό που θέλω να πω είναι πως το πρόβλημα δεν μπορεί να εξαφανιστεί ακόμα και με δραχμή - υποτίμηση - πληθωρισμό, απλά μετατρέπεται από πρόβλημα τυπογραφείου σε πρόβλημα εισαγωγών. Τα μέτρα και εκεί είναι απαραίτητα και θα είναι ακόμα πιο βίαια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Δε διαφωνώ ότι θα έπρεπε να περάσουμε και πάλι σε μέτρα, αλλά όταν σβήνει μονομερώς το χρέος τότε η έξοδος από το ευρό μοιάζει αναπόφευκτη, το σενάριο για ελεγχόμενη πτώχευση είναι μεταγενέστερο και δεν γίνεται να ληφθεί η απόφαση μονομερώς.

    Επίσης σε περίπτωση χρεοκοπίας η χώρα, όπως πολύ σωστά επισημαίνεις, θα πρέπει να λειτουργεί με αυτάρκεια ή με τη βοήθεια χωρών που διατίθενται να την βοηθήσουν (Κίνα, Ρωσία), ενώ θα είναι πολύ δύσκολες οι εισαγωγές αλλά και εξίσου εύκολες οι εξαγωγές, οπότε και περιμένουμε αύξηση των εισροών με ταυτόχρονη μείωση των εκροών συναλλάγματος.

    Συμφωνούμε ότι οι Έλληνες θα καλούνταν να ρίξουν το βιωτικό τους επίπεδο με πιο βίαιο τρόπο από αυτόν που καλούνται να το κάνουν τώρα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Να σημειώσω ότι έξοδος από το ευρώ σημαίνει αυτόματα και έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση...

    Για να αποφύγει η κυβέρνηση την έξοδο των καταθέσεων στο εξωτερικό ώστε να μείνουν σε ευρώ θα πρέπει να απαγορέψει τις μετακινήσεις χρημάτων, πράγμα που αντιτίθεται στην συνθήκη της Ρώμης, άρα θα πρέπει να βγούμε όχι μόνο από την ευρωζώνη αλλά και από την ΕΕ!

    Εφιαλτικές καταστάσεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Contact me

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *