Αναλογιζόμενος, κανείς, την ιστορία των
ανθρώπων ανά τους αιώνες, αναπόφευκτα συναντά ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο που
εγκλωβίζει την ανθρωπότητα. Ο άνθρωπος αρέσκεται
να συγχέει τη γνώση με την αλήθεια. Στην απαρχή της ανθρωπότητας οι γνώσεις
των ανθρώπων έδειχναν καταφανώς ότι η Γη είναι επίπεδη. Από το 340 πΧ, όμως, οι
γνώσεις εμπλουτίστηκαν με παρατηρήσεις και έτσι ο Αριστοτέλης εισήγαγε μια
καινούρια θεωρία όπου η Γη είναι σφαιρική, ακίνητη και αποτελεί το κέντρο του
κόσμου. Αυτή ήταν η καινούρια πραγματικότητα, μέχρι να την καταρρίψει ο Κοπέρνικος
το 1514 με ένα μοντέλο στο οποίο ο Ήλιος στέκει ακίνητος στο κέντρο του
Σύμπαντος και η Γη κινείται γύρω του, μαζί με τους υπόλοιπους πλανήτες. Δεν
πέρασε πολύς καιρός μέχρι να αποκαθηλώσει τον Ήλιο από το κέντρο του Σύμπαντος ο
Νεύτωνας, το 1687, και να εισάγει ένα μοντέλο με άπειρους ακίνητους Ήλιους. Αλλά και το μοντέλο του Νεύτωνα καταρρίφθηκε το
1929 από τον Edwin Hubble, που έκανε τη μνημειώδη παρατήρηση ότι το σύμπαν
διαστέλλεται και τίποτα δεν παραμένει ακίνητο. Και εδώ βρισκόμαστε τώρα. Από τα
νηπιακά βήματα της ανθρώπινης ύπαρξης μέχρι σήμερα η πραγματικότητα που αξιωματικά
υιοθετείται από τον άνθρωπο έχει αλλάξει αμέτρητες φορές. Έχει αλλάξει όμως και
η αλήθεια των πραγμάτων αυτών; Ήταν η Γη επίπεδη πριν τον Αριστοτέλη; Ήταν ο
άνθρωπος στο κέντρο του κόσμου πριν από τον Κοπέρνικο; Ήταν η γνώση μας
συνεπής; Συμβαδίζει διαχρονικά η
πραγματικότητα, στο βωμό της όποιας έχουμε θυσιάσει ανθρώπους και ιδέες, με την
αλήθεια;
Η σχέση που έχει η αλήθεια με τη γνώση δεν
είναι αμφίδρομη, είναι αυστηρά μονόδρομη, με μόνη εξάρτηση αυτή της γνώσης από
την αλήθεια. Η πραγματικότητα που αντιλαμβανόμαστε είναι μόνο μια συνάρτηση,
μια στρέβλωση, της αλήθειας και η προσπάθεια μας περιορίζεται στο να ορίσουμε
όσο το δυνατόν καλύτερα τις παραμέτρους έτσι ώστε να διανύσουμε μεγαλύτερο
μέρος του ελικοειδούς που οδηγεί στην αλήθεια αυτή. Οι γνώσεις μας ζωγραφίζουν
γραμμές και η αλήθεια προβάλει πάνω τους την πραγματικότητα μας. Όσο
περισσότερες και ακριβέστερες είναι οι γνώσεις μας, τόσο καλύτερα προσεγγίζουν
και την αλήθεια. Δομικά λοιπόν, η αλήθεια και η γνώση έχουν μια συστατική
διαφορά. Η γνώση υπόκειται σε τελεολογία
ενώ η αλήθεια έχει καθαρά οντολογικά χαρακτηριστικά. Οι γνώσεις
βελτιώνονται και μαζί με αυτές και η πραγματικότητα την οποία αντιλαμβανόμαστε,
με απώτερο στόχο να φτάσει όσο το δυνατόν εγγύτερα στην αλήθεια. Από την άλλη,
η αλήθεια απλά υπάρχει. Δεν υπόκειται σε σκοπιμότητες, στόχους, δεν βελτιώνεται
ή αλλάζει. Απλά είναι. Είναι αυθύπαρκτη. Είναι το σημείο αναφοράς της προόδου
που έχουμε κάνει. Ακριβώς το ίδιο νοητικό σχήμα είναι και αυτό του Προμηθέα και
της Αθηνάς. Ο Προμηθέας αντιπροσωπεύει τη γνώση∙ είναι ο θνητός που μπορεί να
μάθει τα πάντα και από την άλλη η θεά Αθηνά αντιπροσωπεύει τη σοφία∙ ξέρει τα
πάντα, κατέχει την αλήθεια. Ο Προμηθέας υπόκειται σε τελεολογία αναζητώντας τη
θέωση και την αθανασία, ενώ η θεά Αθηνά απλά υπάρχει. Και αυτός ακριβώς ο
ισομορφισμός, της γνώσης και της αλήθειας, προβάλλεται όταν ο Προμηθέας βοηθάει
τον Ήφαιστο να ανοίξει το κεφάλι του Δία για να ξεπεταχτεί από μέσα η
νεογέννητη Αθηνά. Έτοιμη ήδη, με τα όπλα ανά χείρας. Είναι ο αγώνας της γνώσης
που προσπαθεί να φέρει την αλήθεια στην επιφάνεια.
Η αλήθεια λοιπόν έχει έναν απόλυτο, αναπόδραστο χαρακτήρα. Έχει να κάνει με τα γεγονότα και όχι με την αντίληψη μας επάνω σε αυτά. Η αλήθεια είναι αντικειμενική και μοναδική, σε αντίθεση με την εκάστοτε πραγματικότητα που εκφυλίζεται σε μια πολλαπλότητα. Η πραγματικότητα εξαρτάται από την υποκειμενική αντίληψη και τη γνώση του καθενός ενώ αποτελεί μια λειψή εκδοχή, ένα μοντέλο της αλήθειας. Αυτή η εκφυλισμένη πολλαπλότητα της πραγματικότητας είναι και η αιτία που διαιρεί την αξία της σε σχέση με το όλον, εφόσον ο καθένας μπορεί, ανεξαρτήτως, να χτίσει τη δική του. Η πραγματικότητα που αντιλαμβάνεται ο καθένας μας είναι απλώς ένα αποτέλεσμα της τροφοδότησης του εγκεφάλου με δεδομένα. Για να μετατρέψουμε τα δεδομένα που προσλαμβάνουμε, ο καθένας μας με τα δικά του εποπτικά μέσα, σε πληροφορία τα περνάμε μέσα από προσωπικά φίλτρα και διαδικασίες που αντικατοπτρίζουν ένα συνονθύλευμα των γνώσεων και των αναγκών μας. Προβάλλουμε τους φόβους και τις ελπίδες μας επάνω σε κάτι απόλυτο και αποκομίζουμε κάτι σχετικό. Αυτός ο εγωκεντρικός τρόπος αντίληψης της αλήθειας προκύπτει από τον προαιώνιο φόβο του ανθρώπου για το άγνωστο. Έναν φόβο που γεννάει την ανάγκη για εξερεύνηση και για κατανόηση, η ανάγκη του ανθρώπου να κατατάξει τα πράγματα πίσω από ταμπέλες για να έχει την ψευδαίσθηση ότι τα καταλαβαίνει. Ο ίδιος φόβος είναι αυτός που απέδιδε στο Δία τους κεραυνούς, ο ίδιος φόβος είναι αυτός που μας σπρώχνει να πιστεύουμε. Η πίστη εξ ορισμού απευθύνεται σε αυτό που δε μπορούμε να γνωρίζουμε, αλλά έχουμε ανάγκη να κατανοήσουμε.
Η διυποκειμενική φύση της πραγματικότητας
επομένως παρέχει την ψευδαίσθηση ελευθεριότητας που έχουμε ανάγκη, ενώ η
αλήθεια αντιθέτως είναι απόλυτα δεσμευτική και ντετερμινιστική. Προσπαθούμε να ανακαλύψουμε την αλήθεια για
να καλύψουμε τις ανάγκες μας και δημιουργούμε πραγματικότητες, η αλήθεια όμως
δεν έχει σκοπό την ικανοποίηση των εγωκεντρικών αναγκών μας. Η
πραγματικότητα είναι σαν την κοινωνία. Προσπαθεί να επιβάλλει τους κανόνες που
ικανοποιούν τη μέση ανάγκη, τη μέση ηθική σε ένα ανθρωποκεντρικό σύστημα, σε
πολύ τοπικό επίπεδο και μετατοπίζεται ακολουθώντας αυτό το σημείο ισορροπίας. Η
αλήθεια όμως είναι κάτι διαχρονικό, αμετάβλητο, υπήρχε πριν από τον άνθρωπο και
υπάρχει ανεξάρτητα από αυτόν. Η αλήθεια είναι αυτόφωτη ενώ η εκάστοτε
πραγματικότητα προσπαθεί να μεταλαμπαδεύσει κάποιο από το φως της.
Ο εποικοδομητικός προβληματισμός που προκύπτει λοιπόν, είναι: μπορούμε να κατακτήσουμε την αλήθεια; Γίνεται να φτάσει ο Προμηθέας στη θέωση; Ο Heisenberg το 1927 εισήγαγε την αρχή της απροσδιοριστίας η οποία έθεσε και τον περιορισμό του ανθρώπου στο κυνήγι της αλήθειας. Με την αρχή της απροσδιοριστίας απέδειξε ότι τα εποπτικά μέσα που έχει ο άνθρωπος, για να προσλαμβάνει δεδομένα, αναπόφευκτα επηρεάζουν τα δεδομένα αυτά, και ως εκ τούτου δεν μπορεί ο άνθρωπος να έχει εποπτεία ενός συστήματος παρά μόνο εφόσον το επηρεάσει. Ουσιαστικά, σε φιλοσοφικό επίπεδο, απέδειξε ότι ο άνθρωπος δε μπορεί να φτάσει στην αλήθεια, παρά μόνο να δημιουργήσει μέσα από τα υποκειμενικά του φίλτρα μια πραγματικότητα, δε μπορεί να μείνει αφανής παρατηρητής αλλά είναι μέρος του συστήματος. Ο Gödel λίγο αργότερα, το 1931, απέδειξε και μαθηματικά πλέον με το θεώρημα της μη πληρότητας, ότι μέσα στα πλαίσια ενός συστήματος υπάρχουν πράγματα τα οποία δεν είναι δυνατόν να αποδειχθούν, και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατό να τα γνωρίζουμε όντας μέρος του. Όταν βάζουμε λοιπόν κάποιες a priori αρχές, ως δομικούς λίθους για την κατανόηση της αλήθειας, όπως το ότι η ανθρώπινη λογική είναι ορθή και ότι οι ανθρώπινες αισθήσεις ανταποκρίνονται στα πεπραγμένα, τότε αναπόφευκτα θα υπάρχουν πράγματα τα οποία δε μπορούμε να αποδείξουμε και στρεβλώνουν την αλήθεια. Ο Προμηθέας δεν κατάφερε να ξεγεννήσει τη θεά Αθηνά, αλλά βοήθησε τον Ήφαιστο να το κάνει. Ο Προμηθέας δεν έγινε θεός, αλλά του χαρίστηκε η αθανασία. Όσο και αν μας θλίβει το αδύνατο του εγχειρήματος να φτάσουμε στην αλήθεια δε θα έπρεπε να μας πτοεί. Αυτό ακριβώς το αδύνατο είναι που μας προσφέρει ένα σκοπό, ενώ η έννοια του ακατόρθωτου είναι αυτή που γοητεύει πάντοτε την ανθρωπότητα.
Η αλήθεια είναι μία, άρρηκτη, αντικειμενική και απλά υπάρχει. Ίσως να συνοψίζει το όλον σε κάτι ενιαίο. Ίσως να προσπαθούμε να τη συμπυκνώσουμε πίσω από μια λέξη αλλά να μη χωράει. Ίσως να ξεχειλίζει, να χύνεται, και το νόημα που φτάνει στα αυτιά μας να είναι πάντα λειψό. Ίσως να είναι άσκοπο να την εκφράσουμε σε λέξεις όπως είναι αδύνατο να την αντιληφθούμε. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει. Η μοναδικότητα της είναι η αξία της και η συνείδηση της αδυναμίας μας είναι προς όφελος μας. Ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το όριο της ελάχιστης αβεβαιότητας που έθεσε ο Heisenberg και ας μην τρέφουμε αυταπάτες ότι οι πραγματικότητες που βιώνουμε ταυτίζονται με αλήθειες. Αν έσβηνε ο ήλιος της αλήθειας θα έσβηναν αυτομάτως και οι σελήνες που φωτίζουν τις νύχτες της πραγματικότητας μας. Ο άνθρωπος μαθαίνει να διαχειρίζεται τον αστάθμητο παράγοντα, την απροσδιοριστία, αμφισβητεί για να πηγαίνει μπροστά και δεν έχει την πολυτέλεια της δογματικής πραγματικότητας. Ας κοιτάξουμε την αλήθεια πίσω από το «Ἓν οἶδα ὅτι ουδὲν οἶδα» και ας κρατήσουμε συμπάθεια για τον Προμηθέα που μοιράζεται τη μοίρα μας, χωρίς να αγνοούμε την ύπαρξη της Αθηνάς.