Είναι αλήθεια πλέον ότι έχουμε αλλάξει εποχή όσον αφορά τα πολιτικά δρώμενα. Η μεταβατική περίοδος από την πολιτική του μπαλκονιού στην πολιτική του εκσυγχρονισμού τελείωσε και πλέον βιώνουμε στην ουσία της την εποχή των μεταρρυθμίσεων. Αυτό σημαίνει ότι και οι εκπρόσωποι του πολιτικού μας συστήματος οφείλουν να προσαρμοστούν στις καινούριες συνθήκες ή θα ξεπεραστούν. Είναι η εξελικτική θεωρία που το επιτάσσει. Πρέπει λοιπόν το πολιτικό σύστημα της χώρας να αποτινάξει από πάνω του όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που το καθιστούσαν αναποτελεσματικό, αναξιόπιστο και απεχθές για τη μεγάλη πλειοψηφία. Οφείλουμε να επιστρέψουμε σε εποχές που οι πολίτες βάσιζαν τις ελπίδες τους στην πολιτική και όχι στους πολιτικούς γνωστούς. Τότε που ψήφιζαν με χαρά, χωρίς πονηριά και υστεροβουλία σε αμιγώς προσωπικό επίπεδο.
Υπαίτιοι για την κατάσταση αυτή είναι όλοι οι πολίτες της χώρας, αλλά δε μπορούμε να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι κάποιοι έχουν μεγαλύτερο κομμάτι ευθύνης από άλλους. Οι πολιτικοί εκπρόσωποι, εκλεγμένοι από τη βάση, ήταν περισσότερο προσκολλημένοι στην άνοδο και παραμονή τους στην εξουσία παρά στην άσκηση αυτής. Και αυτό αποτελεί τη μεγαλύτερη παθογένεια του πολιτικού συστήματος. Ο τρόπος εκλογής των εκπροσώπων είναι τύπου δημοκρατικός αλλά κατ’ ουσία ολιγαρχικός. Είναι οι λίγοι – άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο ικανοί, άλλοι ανίκανοι – οι οποίοι αποφασίζουν να κάνουν μια σύμπραξη, να χρησιμοποιήσουν τη σφαίρα επιρροής τους προς όφελος των συμφερόντων της ομάδας και των μελών της και με αυτό τον τρόπο να κερδίσουν την ισχύ εν τη ενώση. Με αυτό τον τρόπο δημιουργούνται όλο και μεγαλύτερες δομές οι οποίες προωθούν τα συμφέροντα τους μέσω προσώπων, δημιουργούνται πρόσκαιρες συνεργασίες των δομών αυτών δημιουργώντας υπερομάδες και τελικά προωθούνται άτομα στην εξουσία που πρέπει μόλις εκλεγούν να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα των μελών όλων των υποομάδων, που τους δεσμεύουν, αν επιθυμούν να κρατήσουν τους υπάρχοντες συσχετισμούς και να παραμείνουν στην εξουσία. Αυτό το σύστημα δεν κοιτάει ικανότητες, πολιτική αντίληψη, στρατηγική, ιδεολογικές πεποιθήσεις. Το μόνο που προωθεί είναι οι δημόσιες σχέσεις και οι διαχειριστικές δεξιότητες προσώπων να μπορούν να ηγηθούν μιας πυραμίδας υποκείμενη σε μια άλλη μεγαλύτερη. Και όσο πιο ψηλά στην ιεραρχία φτάνει κάποιος τόσο περισσότερες δεσμεύσεις έχει. Με αυτό τον τρόπο χάνεται η αξιοκρατία, αλλά το κυριότερο, χάνεται η αξία κάποιων ανθρώπων που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στο γενικότερο καλό, αποθαρρυμένοι από την ελαττωματική κατάσταση στην οποία θα πρέπει να αναμειχθούν. Δεν πρέπει να αφήσουμε την πολιτική να καταλήξει σε τέχνη της διαχείρισης και της διοίκησης. Τροφοδοτούμε ένα σύστημα το οποίο παραπέμπει στον τρόπο λειτουργίας των αδελφοτήτων και της μαφίας. Πρέπει να στηρίξουμε ένα νέο οικοδόμημα το οποίο να μπορεί να στηρίξει με τη σειρά του το κοινό συμφέρον στις πλάτες του.
Οι παλιάς κοπής πολιτικοί – περισσότερο πολιτικάντιδες πάρα πολιτικοί – δίνουν εντολές και ανακινούν τα δημόσια πράγματα, ενώ κυριαρχούνται από τα υπέρ και τα κατά της εκλογικής τους βάσης μέσα σε μια όλο και πιο πολύ γενικευμένη αδιαφορία. Οι μικροσυμβιβασμοί καταλαμβάνουν τη σκηνή και τους διαδρόμους. Οι διαφορές της αντιπολίτευσης παραμένουν φοβισμένες και θεμελιακά κομφορμιστικές. Εξωραΐζουν το παρελθόν ως πηγή νοσταλγίας αντί να αντλούν από αυτό. Ακόμα και οι περιθωριακοί αργά ή γρήγορα θα ενταχθούν στο κείμενο. Οι κυβερνώντες είναι κυβερνώμενοι.
Χωρίς καμιά αμφιβολία η δημοκρατία, ως κοινωνικοπολιτικό σύστημα αποφάσεων, έχει νικήσει τις δικτατορίες της δεξιάς και της αριστεράς. Πρέπει να την υπερασπιζόμαστε, πρέπει να της δώσουμε μεγαλύτερη διαφάνεια, χωρίς να στρουθοκαμηλίζουμε ως προς τις ατέλειες, τα σκάνδαλα και τις σκιές της. Συνιστά κίνημα σε βάθος∙ πολύ περισσότερο ένα περιεχόμενο, παρά μια μορφή. Έστω και άνιση, έστω και ενέχουσα την κυριαρχία διαφόρων ολιγαρχιών, στοχεύει σε μια ισότητα. Δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό.
Έχουμε πέσει σε ένα φαύλο κύκλο, σαν αυτό ενός αδιάφορου καθηγητή με τους φοιτητές. Ο καθηγητής είναι αδιάφορος και δεν κάνει μάθημα, αλλά οι φοιτητές παίρνουν καλούς βαθμούς οπότε δεν κάνουν κάτι για να το αλλάξουν. Η αλλαγή φάσης δε μπορεί να γίνει ενδογενώς αν δεν συνειδητοποιηθούν οι φοιτητές, αλλά εξωγενώς – από μια εξωτερική αξιολόγηση – αφού η δυσλειτουργία επηρεάζει και το υπερσύνολο. Και σε αυτή τη φάση βρισκόμαστε τώρα, στην εξωτερική αξιολόγηση. Αλλά το πρόβλημα δε θα λυθεί οριστικά αν δεν καταφέρουμε να αλλάξουμε νοοτροπία από μέσα. Πρόσκαιρα θα αντιμετωπιστεί αλλά θα το περιμένουμε να ανακύψει πάλι με την πρώτη ευκαιρία. Οι περισσότεροι πολίτες έχουν ποντάρει στη μία ή την άλλη ομάδα και βρίσκονται σε αναμονή να έρθει ο καιρός της για να μπορέσουν να εξυπηρετήσουν το ιδίων συμφέρον τους. Έχουν αποδεχθεί τη λογική με την οποία λειτουργεί το σύστημα και παίζουν με τους κανόνες του, χωρίς να προσπαθούν να το αλλάξουν. Με αυτό τον τρόπο τροφοδοτείται ο φαύλος αυτός κύκλος και γιγαντώνεται η παθογένεια, αφού οι πολιτικοί εκπρόσωποι ορίζουν σε μεγάλο βαθμό το σύστημα, το οποίο με τη σειρά του τους στηρίζει.
Εδώ είναι όμως που η ομοιοπαθητική φέρνει αποτελέσματα. Φτάσαμε σε τέτοια επίπεδα διαφθοράς, που από ανάγκη πλέον, ενεργοποιήθηκαν τα αντανακλαστικά μας. Πλέον υπάρχει απέχθεια προς το πολιτικό σύστημα και ανάγκη να εγκαταλειφθεί, ακόμα και τα πολιτικά πρόσωπα που δεν πήραν έμπρακτα μέρος στην κατρακύλα δυσκολεύονται να σταθούν, όλοι κρίνονται και μάλλον αυστηρά. Είναι η αναγκαία μετάβαση στη νέα εποχή με την οποία θα πρέπει όλα τα πολιτικά πρόσωπα να εναρμονιστούν αν θέλουν να επιβιώσουν. Είναι ο καιρός για διορθωτικές κινήσεις, και οι οποίες αντιδράσεις είναι αντανακλάστικές οδηγούμενες από το θυμικό, αφού όλοι γνωρίζουν πως χρειάζεται αλλαγή. Αν οι μεταρρυθμίσεις περνούσαν άκοπα τότε θα ήταν ανούσιες αφού δε θα ξεβόλευαν όσους είχαν βολευτεί, αν οι θυσίες που γίνονται τώρα δεν είναι ανταποδοτικές και δεν βελτιώσουν το βιοτικό επίπεδο του Έλληνα, θα είναι το τέλος της δημοκρατίας. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο ανισσοροπίας και οι συνθήκες αυτές είναι ιδανικές για μεγάλη πρόοδο. Βρισκόμαστε στο ρου όπου μπορούμε να αφήσουμε το στίγμα μας και να αλλάξουμε την ιστορία αρκεί να δράσουμε σε βάθος. Να κάνουμε τομές που θα αφορούν τόσο τα διαχειριστικά αλλά θα επενδύσουν και στην ενδυνάμωση της παιδείας, της συνείδησης και της κρίσης των πολιτών. Ποια είναι όμως η διαδικασία αυτή, η οποία θα προωθήσει όσους έχουν προσανατολισμό στην παραγωγή σκέψης, έργου και πολιτικής αντί αυτών που βασίζονται σε διαχειριστικές σχέσεις ανταλλαγής; Αυτό είναι το αίνιγμα της νέας εποχής και οφείλουμε να το λύσουμε.