Έννοια της ευφυΐας – διαχωρισμός και αναγνώριση ευφυών μονάδων
Ως ευφυΐα ορίζεται η υπολογιστική ικανότητα αλλά και η ευκολία διεκπεραίωσης νοητικών διεργασιών από τον (ανθρώπινο) νου. Το μέγεθος αυτό είναι πολυδιάστατο και λειτουργεί σε πολλά επίπεδα, ενώ οι αποκρίσεις του νου, και κατ’ επέκταση η ευφυΐα εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, ενδογενείς και εξωγενείς.
Η ευφυΐα είναι πολυεπίπεδη, και φαίνεται από τις πιο απλές διεργασίες μέχρι και τις πιο πολύπλοκες. Όσον αφορά τις σχετικά πιο απλές διεργασίες, ο διαχωρισμός από έναν κοινό νου σε σχέση με έναν ευφυή, γίνεται βάση της ευκολίας της απορρόφησης των δεδομένων, της ταχύτητας επεξεργασίας τους και τη μεταβολή τους σε πληροφορία, ενώ σαφής διαφοροποίηση διαφαίνεται και στο πλήθος των ερεθισμάτων που μπορεί να επεξεργαστεί ένας νους ταυτόχρονα, στο συνειδητό αλλά και το υποσυνείδητο του. Όσον αφορά τις πιο πολύπλοκες διεργασίες ο ευφυής νους ξεχωρίζει από τον κοινό λόγω των περισσότερων και ποιοτικότερων διεργασιών επεξεργασίας των δεδομένων που λαμβάνουν χώρα στον πρώτο, της μεγαλύτερης υπολογιστικής ικανότητας αυτού, του αναδρομικού τρόπου σκέψης που μπορεί να αναπτύξει και τελικά την ποιοτικότερη, ταχύτερη και αποτελεσματικότερη περάτωση της πολύπλοκης διεργασίας σε αντίθεση με έναν κοινό νου.
Εδώ θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι στην περίπτωση απλών διεργασιών είναι πολύ δύσκολο για έναν κοινό νου να εντοπίσει έναν πιο ανεπτυγμένο γιατί και οι δύο κατηγορίες περατώνουν τη διεργασία, ενώ η ποιοτική διαφορά δεν είναι άμεσα αντιληπτή στις περισσότερες των περιπτώσεων, όπου δε χρειάζεται άμεση αξιολόγηση των ερεθισμάτων και διεξαγωγή αποτελεσμάτων. Από την άλλη σε πιο πολύπλοκες διεργασίες η διττή μορφή του αποτελέσματος κάνει πιο εύκολο για έναν κοινό νου να εντοπίσει έναν πιο ανεπτυγμένο λόγω του γεγονότος ότι ο πρώτος δεν περατώνει την διεργασία σε αντίθεση με τον δεύτερο. Και στις δύο περιπτώσεις που προαναφέραμε, ένας ευφυής νους έχει μεγαλύτερη ευχέρεια στην αναγνώριση του επιπέδου των υπόλοιπων στο περιβάλλον του αξιολογώντας τις σωματικές αντιδράσεις των φορέων τους, που αποτελεί την απόκριση στα ερεθίσματα που έχουν λάβει, αλλά και με την αναγνώριση των παραμέτρων που έχουν λάβει υπ’ όψιν τους στην ανάλυση τους, και κατ’ επέκταση στις παρατηρήσεις τους, οι υπόλοιποι στο περιβάλλον του. Σε αυτό το επίπεδο της ανάλυσης πολλές φορές φαίνεται χρήσιμο σε έναν ανεπτυγμένο νου να εντοπίσει ομοιότητες σε αντιδράσεις ή στον τρόπο σκέψης των άλλων μονάδων, συγκριτικά με τη δική του ή άλλων τις οποίες έχει πάρει ως σημείο αναφοράς, ή έλλειψη αυτών για να μπορέσει να αποφανθεί για το επίπεδο της λειτουργίας αυτών. Μπορεί ακόμα με αναγωγή σε παρόμοιες αντιδράσεις μεγαλύτερης τάξης να εντοπίσει και μονάδες ακόμα μεγαλύτερης ευφυΐας χωρίς όμως να μπορεί να κατανοήσει επακριβώς το βάθος και το εύρος των διεργασιών που λαμβάνουν χώρα στο νου αυτό.
Εδώ θα δώσουμε ένα παράδειγμα για κάνουμε πιο κατανοητά όσα αναφέραμε πιο πάνω. Όταν έχουμε ένα σύνολο μονάδων να ανταλλάσουν δεδομένα, είτε σε μια πρώτη γνωριμία αυτών είτε κατά τη διάρκεια μιας τυπικής συζήτησης, ένας κοινός νους διαφέρει σημαντικά στην απόκριση του από έναν πιο ευφυή. Στον κοινό νου είναι εύκολο να παρακολουθήσει και να επεξεργαστεί συγκεκριμένο όγκο δεδομένων οπότε αυτόματα δίνει έμφαση μόνο στα ερεθίσματα τα οποία έχει εκ των προτέρων αξιολογήσει ως σημαντικά για αυτόν, ή γίνουν σημαντικά στην πορεία και τα απομονώνουν, ενώ τα υπόλοιπα δεδομένα τα αντιμετωπίζει ως θόρυβο, δηλαδή τα αποκλείει από τις διεργασίες που λαμβάνουν χώρα και δεν μετατρέπονται ποτέ σε πληροφορία, ενώ αρκετές φορές δεν αποθηκεύονται ούτε καν σαν δεδομένα. Κάτω από τις ίδιες συνθήκες ένας ευφυέστερος νους έχει την πολυτέλεια να επεξεργάζεται μεγαλύτερο όγκο ερεθισμάτων στον ίδιο χρόνο, ανάλογα με τη δική του υπολογιστική ικανότητα, με την ίδια ευκολία που ο κοινός νους επεξεργάζεται τον περιορισμένο όγκο όπως περιγράψαμε νωρίτερα, αυτό δίνει το πλεονέκτημα σε έναν ευφυή άνθρωπο να συλλέξει μεγαλύτερο όγκο δεδομένων με την επεξεργασία των οποίων αποκομίζει περισσότερη πληροφορία. Πληροφορία της οποίας αφού γίνει κοινωνός μαθαίνει να χρησιμοποιεί και να αξιολογεί οπότε την κατατάσσει σε πληροφορία υψηλής προτεραιότητας, περιορίζοντας έτσι τον θόρυβο. Γίνεται εύκολα κατανοητό λοιπόν ότι πιο ανεπτυγμένες μονάδες έχουν την δυνατότητα περιορισμού του θορύβου και διεύρυνσης της πληροφορίας που αποκομίζουν, η κάθε μια ανάλογα με τις δυνατότητες τις.
Αυτός είναι ένας μηχανισμός ο οποίος λειτουργεί προσθετικά αναπτύσσοντας περαιτέρω την ικανότητα του νου. Αν λοιπόν ένας κοινός νους αποκομίζει πληροφορία μιας τάξης μεγέθους, ενώ ένας ευφυής, πληροφορία μεγαλύτερης τάξης μεγέθους, αναπόφευκτα μετά από κάποιο πλήθος παρόμοιων διεργασιών καταλαβαίνουμε ότι το χάσμα στο μέγεθος της πληροφορίας μεταξύ των δύο μονάδων αυξάνεται ραγδαία, ενώ κατά την διάρκεια της διαδικασίας αυτής η πιο ανεπτυγμένη μονάδα έχει παράξει έργο μεγαλύτερης τάξης και έχει υποστεί και την ανάλογη εξέλιξη, ενεργοποιώντας καινούριους νευρώνες ή μετακινώντας τους ήδη υπάρχοντες, κάτι που έχει σαν αποτέλεσμα την περαιτέρω διεύρυνση της νοητικής του απόστασης από τον κοινό νου. Από την άλλη καταλαβαίνουμε επίσης ότι αν ένας ανεπτυγμένος εγκέφαλος δεν μπαίνει στην διαδικασία να παράγει έργο και να επεξεργάζεται δεδομένα, παρόλο που του είναι σχετικά πιο εύκολο, δε σημαίνει ότι θα συνεχίσει να έχει νοητική ανωτερότητα αφού δεν την καλλιεργεί. Επίσης ένας κοινός νους ο οποίος είναι διατεθειμένος να καταπονηθεί περισσότερο, και παρόλο που του είναι πιο δύσκολο, προσπαθήσει να επεξεργαστεί παρόμοιο όγκο δεδομένων με έναν πιο ανεπτυγμένο νου έχει μακροπρόθεσμα τη δυνατότητα να ανέβει τάξη. Κάνοντας κανείς το συνειρμό καταλαβαίνει ότι όταν ένας ήδη ανεπτυγμένος νους μπει σε διαδικασίες καταπόνησης και παραγωγής έργου μεγαλύτερης τάξης, τότε έχει ταχύτερη εξέλιξη και γίνεται όλο και πιο αποτελεσματικός. Για αυτό το λόγο είναι πολύ σημαντικό να καταλάβουμε ότι οι δυνατότητες του νου δεν είναι περιορισμένες αλλά μεταβάλλονται δυναμικά, να καταλάβουμε τι κερδίζουμε με την εξέλιξη τους και για πιο λόγο θα πρέπει να την επιδιώκουμε για το όφελος το δικό μας αλλά και τις ανθρωπότητας στην οποία μπορούμε να προσφέρουμε.
Στην περίπτωση που ο εγκέφαλος μπει σε διαδικασία να επεξεργαστεί μεγαλύτερο όγκο δεδομένων από αυτόν που αντέχει η υπολογιστική του ικανότητα τη δεδομένη στιγμή, υπάρχει το ενδεχόμενο να περάσει σε απλοποιήσεις των δεδομένων έτσι ώστε ο όγκος τους να περιοριστεί κάτω από τα όρια των ικανοτήτων της μονάδας. Έτσι γίνεται απαλοιφή κάποιων παραμέτρων, διαδικασία κατά την οποία υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να χαθεί ζωτική πληροφορία για την έκβαση της διεργασίας, και έτσι να έχουμε λανθασμένη περάτωση και κατάληξη σε λάθος συμπέρασμα. Είναι μεγάλη τέχνη το να μπορεί να απλοποιεί κάποιος τα δεδομένα που προσλαμβάνει χωρίς να χάνεται η αλληλουχία της πληροφορίας, ενώ η λανθασμένη εντύπωση κάποιου ότι μπορεί να το κάνει, θα αποβεί μοιραία για τις εκτιμήσεις του. Σε τέτοιες διαδικασίες οφείλονται φαινόμενα κατά τα οποία παρατηρούμε την πλειοψηφία να βγάζει τα ίδια συμπεράσματα από μία υπόθεση ενώ μια μικρή μειοψηφία που διαφοροποιείται να είναι και πιο σωστή στις εκτιμήσεις της. Η μικρή μειοψηφία που έχει αυξημένη νοημοσύνη (στατιστικά οι άνθρωποι με αυξημένοι νοημοσύνη είναι λιγότεροι) μπορεί να επεξεργαστεί ολόκληρο το φάσμα των ερεθισμάτων, λαμβάνει υπ’ όψιν της περισσότερες παραμέτρους, αποκομίζει περισσότερα δεδομένα, τα οποία αναλύει ποιοτικότερα, οπότε και η πληροφορία αυξάνεται περιορίζοντας το θόρυβο άρα κάνει και καλύτερη εκτίμηση του αποτελέσματος. Ενώ η πλειοψηφία με τον κοινό νου περνά σε απλοποιήσεις που σπάνε την αλληλουχία της πληροφορίας, χάνει δηλαδή πολύτιμα δεδομένα ‘’χαρακτηρίζοντας’’ τα ως θόρυβο, και όσο νωρίτερα πέσει στο συλλογιστικό ολίσθημα αυτό τόσο μεγαλύτερη θα είναι η απόκλιση της από το σωστό αποτέλεσμα, αφού ένα λάθος στην αρχή της συλλογιστικής πορείας αυξάνεται σταδιακά κατά τη διάρκεια της διαδικασίας (εδώ θα πρέπει να παρατηρήσουμε επίσης ότι ένας κοινός νους είναι πιο επιρρεπής στο να ακολουθήσει τη μάζα είτε απορρίπτοντας τους δικούς του υπολογισμούς είτε αφήνοντας τους στη μέση, ενώ μια ευφυέστερη μονάδα είναι μεθοδικότερη με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και είναι πιο πιθανό να εμείνει στα αποτελέσματα της παρά το γεγονός ότι μειοψηφεί), έτσι αναπόφευκτα οδηγείται σε εσφαλμένο αποτέλεσμα.
Με χρήση της πληροφορίας που παραθέτουμε εδώ μπορεί κάποιος να κάνει το διαχωρισμό ενός κοινού νου με κάποιον που είναι πιο ανεπτυγμένος, ενώ μπορούμε να εξηγήσουμε και μερικά τις διαφορετικές αντιδράσεις διαφορετικών μονάδων στα ίδια ερεθίσματα. Φαίνεται ακόμα ότι δύο εγκέφαλοι με διαφορετικά νοητικά επίπεδα είναι παρόμοια με υπολογιστές που έχουν επεξεργαστή, μνήμη και σκληρό δίσκο διαφορετικών δυνατοτήτων. Μόνο που στην περίπτωση των ανθρώπων και του εγκεφάλου οι δυνατότητες είναι κάτι δυναμικό και μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου. Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε κάποιους από τους τομείς δραστηριοποίησης του εγκεφάλου μιας και η ευφυΐα είναι πολυεπίπεδη όπως προαναφέραμε. Είναι κάτι σφαιρικότερο που έχει να κάνει με την κατανόηση, την επεξεργασία και τον συνυπολογισμό δεδομένων, την ευρηματικότητα, αλλά και την εξέλιξη. Δεν έχει να κάνει με την δεξιότητα σε ένα συγκεκριμένο πεδίο δραστηριοποίησης, αλλά βοηθάει στην ανάπτυξη της ικανότητας σε όλα τα πεδία, σε άλλο περισσότερο και σε άλλο λιγότερο, ανάλογα με τις απαιτήσεις του εκάστοτε πεδίου.
Για την αξιολόγηση ενός αποτελέσματος και ίσως την βελτίωση αυτού πρέπει να έχουμε έναν υπεραναλυτικό τρόπο σκέψης, ο οποίος θα έχει την ικανότητα να κατακερματίζει το συνολικό αποτέλεσμα σε επιμέρους ερεθίσματα, να τα αποδίδει στο αίτιο που τα προκάλεσε και μετά να τα αξιολογεί, αντιλαμβανόμενο ότι δεν λειτουργούν αυτόνομα αλλά σε σύνθεση με τα υπόλοιπα ερεθίσματα. Με αυτό τον τρόπο εντοπίζει την πηγή των ευχάριστων, των αδιάφορων αλλά και των δυσάρεστων ερεθισμάτων και αρχικά μπορεί να τα μεταβάλλει, αναλογιζόμενος το πώς θα λειτουργεί το σύνολο σε υπέρθεση, ανάλογα με το επιθυμητό αποτέλεσμα, όπως επίσης αποθηκεύει τον τύπο του ερεθίσματος, το αποτέλεσμα του, τη λειτουργία του στη συγκεκριμένη δομή και με αυτό τον τρόπο μπορεί να το επαναλάβει ή και να το εξελίξει, αφού έχει πάρει ήδη την κεντρική ιδέα, για μελλοντική χρήση. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι σε αυτή τη διαδικασία υπάρχει μεγάλο φόρτο εργασίας αφού πρέπει πρώτα ο νους να λειτουργήσει αναλύοντας το κάθε ερέθισμα ξεχωριστά, αφού τα διαχωρίσει, και να τα αξιολογήσει στη λειτουργία τους σε σύνθεση, αφού τα αποδώσει στις πηγές τους, ενώ για τη μεταβολή του αποτελέσματος προς μια επιθυμητή κατεύθυνση πρέπει να συνυπολογίσει την αλληλεπίδραση των αλλαγών με τα υπόλοιπα ερεθίσματα, των στοιχείων που χάθηκαν αλλά και αυτών που προστέθηκαν, και την διαφοροποίηση του αποτελέσματος από την προηγούμενη κατάσταση του. Είναι πολύπλοκες διεργασίες στις οποίες εύκολα κανείς καταλαβαίνει γιατί ένας ευφυής νους μπορεί να τα καταφέρει καλύτερα από έναν κοινό.
Όσον αφορά την κρίση, ως γνώμονα για τη λήψη αποφάσεων ή την χάραξη στρατηγικής, η διεργασία θεωρείται λιγότερο πολύπλοκη αλλά απαιτεί διαχείριση μεγαλύτερου όγκου πληροφορίας. Και αυτό γιατί πρέπει για κάθε εναλλακτική που διαθέτεις να προβλέπεις την συμπεριφορά του περιβάλλοντος στο οποίο δρας, και μάλιστα όχι μόνο βραχυπρόθεσμα αλλά και μακροπρόθεσμα. Είναι όπως το σκάκι, προσπαθείς με βάση όλες τις εναλλακτικές κινήσεις που έχεις να προβλέψεις τις επόμενες κινήσεις του αντιπάλου, και όσο πιο δυνατό μυαλό τόσο περισσότερες μελλοντικές κινήσεις μπορείς να επεξεργαστείς.
Η αντίληψη χρησιμοποιεί παρόμοιες διεργασίες με αυτές που αναφέραμε στην προηγούμενη παράγραφο, μόνο που επικεντρώνεται σε ερεθίσματα του παρόντος και εμβαθύνει εκεί αφού δε χρειάζεται να κάνει ανάλυση σε βάθος χρόνου. Η αποτύπωση του χώρου έχει να κάνει κυρίως με τον συνυπολογισμό των χρωμάτων και της διαβάθμισης τους, της φαινομενικής απόστασης, ταχύτητας, κίνησης ή και επιτάχυνσης των αντικειμένων, του ίσκιου και τις γωνίας αυτού, της ώρας, των πηγών φωτός, των ήχων, του αέρα, της οσμής, της υφής των αντικειμένων και οποιουδήποτε άλλου ερεθίσματος μπορεί να αποτελέσει πληροφορία μετά από επεξεργασία, και να βοηθάει στην καλύτερη αποτύπωση του χώρου και όσον λαμβάνουν χώρα σε αυτόν. Όσον αφορά την αντίληψη των ερεθισμάτων που εκπέμπει μια μονάδα στο χώρο, πρέπει να συνυπολογίσουμε πέρα από τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά που ενδεχομένως να παίζουν κάποιο ρόλο και την οπτική γωνία κάτω από την οποία η μονάδα εκπέμπει τα ερεθίσματα αυτά, αλλά και αντιδράσεις του πομπού αλλά και του περιβάλλοντος που προκαλούν για να τα μετατρέψουμε σε πληροφορία. Για παράδειγμα θα πρέπει κατά τη διάρκεια μιας κουβέντας ο λήπτης να λάβει υπ’ όψιν του πέρα από το πρώτο επίπεδο (το προφανές) που αποτελείται από τα λόγια που επιλέγει να μεταδώσει ο πομπός, σε δεύτερο επίπεδο τι υποδηλώνουν οι κινήσεις του αλλά και οι αντιδράσεις όσων τον ακούν, βάση της γλώσσας του σώματος, ενώ σε τρίτο επίπεδο τι σκέφτεται, κάτω από πιο πρίσμα εκπέμπει αυτά τα ερεθίσματα και τι προσπαθεί να πετύχει με αυτό. Προσπαθώντας να κατανοήσουμε τι πρόκειται να πετύχει ο πομπός με τα δεδομένα που θέλει να διανείμει, θα κάνουμε και κάποια ανάλυση σε κάποιο βάθος χρόνου, όμως η ανάλυση αυτή τις περισσότερες φορές είναι πιο βραχυπρόθεσμη και δε χρειάζεται να γίνει σε πολύ μεγάλο βάθος, γιατί συνήθως είναι πιο προφανές. Αυτού του τύπου οι διεργασίες είναι ποιοτικότερες κατά κάποιο τρόπο από αυτές που περιγράφηκαν στην προηγούμενη παράγραφο, γιατί φτάνουν σε αναλύσεις ανώτερου επιπέδου, θυσιάζοντας όμως σε χρονικό βάθος. Οι διαδικασίες αξιολόγησης που περιγράψαμε είναι τελείως διαφορετικές αφού εμπεριέχουν και την απομόνωση των ερεθισμάτων και του αποτελέσματος αυτών όταν λειτουργούν σε υπέρθεση κάτι που είναι πολύ δύσκολο.
Κατανοούμε φυσικά ότι όταν ένας νους χρησιμοποιεί την κριτική του ικανότητα μπορεί να χρησιμοποιεί διεργασίες που περιγράφηκαν σε μια από τις παραπάνω παραγράφους ή και συνδυασμό αυτών. Όπως επίσης καταλαβαίνουμε ότι μια μονάδα μπορεί να είναι πιο αποδοτική σε κάποιες διεργασίες απ’ ότι είναι σε άλλες, ανάλογα με την εξάσκηση – εξειδίκευση που ενδεχομένως να έχει υποστεί. Όπως έχουμε ήδη αναλύσει η ευφυΐα είναι κάτι το οποίο μεταβάλλεται με την εξάσκηση και διαμορφώνεται από τη γνώση και την εμπειρία, οπότε ένας λιγότερο ευφυής νους είναι δυνατό να είναι πιο αποδοτικός σε κάποιες διεργασίες από έναν ευφυέστερο. Η κριτική ικανότητα στο σύνολο της θεωρούμε ότι είναι από τα πιο χρήσιμα χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν έναν ανεπτυγμένο νου από έναν κοινό.
Άλλο χαρακτηριστικό που διαχωρίζει έναν κοινό από έναν ευφυή νου είναι η ταχύτητα υπολογισμού. Η ταχύτητα υπολογισμού αναφέρεται στην ικανότητα να προσλαμβάνει ο εγκέφαλος τα δεδομένα και να τα μετατρέπει σε πληροφορία στο μικρότερο δυνατό χρονικό διάστημα, ενώ εδώ θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι σχετίζεται άμεσα και με τα αντανακλαστικά του ανθρώπου. Είναι πολλές οι περιπτώσεις όπου οι διεργασίες του εγκεφάλου, είτε αυτές που περιγράψαμε είτε άλλες, πρέπει να γίνουν μέσα σε στενά χρονικά περιθώρια για να έχουν νόημα για τον σκοπό που θέλουμε να πετύχουμε και πολλές φορές και κάτω από ειδικές συνθήκες πίεσης. Όπως θα παρατηρήσουμε και παρακάτω οι αποκρίσεις του νου δεν είναι πάντοτε ίδιες αφού εξαρτώνται και από ενδογενείς αλλά και εξωγενείς παράγοντες. Η ικανότητα για πολύ γρήγορη σκέψη, αποτύπωση και λήψη αποφάσεων ακόμα και κάτω από αντίξοες, για τη μονάδα, συνθήκες είναι πολύ χρήσιμη πολλές φορές και συμπληρώνει τη νοητική ικανότητα του νου, ενώ μπορεί να διαχωρίσει τους ευφυείς ανθρώπους από τους κοινούς.
Ακόμα, σπουδαίο χαρακτηριστικό αποτελεί και η σύνθεση πληροφοριών. Έχει αναφερθεί ήδη ως επιμέρους διεργασία αρκετές φορές στα όσα έχουμε παρουσιάσει μέχρι τώρα, πρέπει όμως να καταλάβουμε ότι αποτελεί τη βασική λειτουργία που μας επιτρέπει να δημιουργούμε πληροφορίες υψηλότερου επιπέδου, δηλαδή να βλέπουμε και πίσω από τα προφανή. Μια από τις πτυχές της σύνθεσης έχει να κάνει και με τη φαντασία. Η φαντασία συνδυάζει πληροφορία που είναι αποθηκευμένη στον εγκέφαλο και είτε δημιουργεί καταστάσεις που προκαλούν τα επιθυμητά αποτελέσματα είτε βρίσκει ομοιότητες και διαφορές σε αποθηκευμένα μοντέλα, κάνοντας δυνατή τη χρήση αυτών και των αποτελεσμάτων τους, ακόμα και σε περιπτώσεις στις οποίες δεν αναφέρονται, αν κρίνεται ότι ταιριάζουν. Τέλος η φαντασία έχει σε μεγάλο μέρος να κάνει και με την πρόβλεψη των μελλοντικών καταστάσεων όσον αφορά την κριτική ικανότητα την οποία περιγράψαμε προηγουμένως. Η φαντασία προϋποθέτει εμπειρία, βιώματα και γνώσεις, τα οποία θα έχει αποθηκεύσει ο εγκέφαλος σαν πληροφορία, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό χρειάζεται να τα ανακτήσει και να τα συνθέσει για να έχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Πιο ανεπτυγμένες μονάδες καταφέρνουν να εφαρμόσουν μοντέλα και θεωρίες φυσικής, άλγεβρας, γεωμετρίας, χημείας και άλλων επιστημών στην καθημερινότητα τους για τη διεξαγωγή συμπερασμάτων.
Η ευφυΐα είναι πολυεπίπεδη, και φαίνεται από τις πιο απλές διεργασίες μέχρι και τις πιο πολύπλοκες. Όσον αφορά τις σχετικά πιο απλές διεργασίες, ο διαχωρισμός από έναν κοινό νου σε σχέση με έναν ευφυή, γίνεται βάση της ευκολίας της απορρόφησης των δεδομένων, της ταχύτητας επεξεργασίας τους και τη μεταβολή τους σε πληροφορία, ενώ σαφής διαφοροποίηση διαφαίνεται και στο πλήθος των ερεθισμάτων που μπορεί να επεξεργαστεί ένας νους ταυτόχρονα, στο συνειδητό αλλά και το υποσυνείδητο του. Όσον αφορά τις πιο πολύπλοκες διεργασίες ο ευφυής νους ξεχωρίζει από τον κοινό λόγω των περισσότερων και ποιοτικότερων διεργασιών επεξεργασίας των δεδομένων που λαμβάνουν χώρα στον πρώτο, της μεγαλύτερης υπολογιστικής ικανότητας αυτού, του αναδρομικού τρόπου σκέψης που μπορεί να αναπτύξει και τελικά την ποιοτικότερη, ταχύτερη και αποτελεσματικότερη περάτωση της πολύπλοκης διεργασίας σε αντίθεση με έναν κοινό νου.
Εδώ θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι στην περίπτωση απλών διεργασιών είναι πολύ δύσκολο για έναν κοινό νου να εντοπίσει έναν πιο ανεπτυγμένο γιατί και οι δύο κατηγορίες περατώνουν τη διεργασία, ενώ η ποιοτική διαφορά δεν είναι άμεσα αντιληπτή στις περισσότερες των περιπτώσεων, όπου δε χρειάζεται άμεση αξιολόγηση των ερεθισμάτων και διεξαγωγή αποτελεσμάτων. Από την άλλη σε πιο πολύπλοκες διεργασίες η διττή μορφή του αποτελέσματος κάνει πιο εύκολο για έναν κοινό νου να εντοπίσει έναν πιο ανεπτυγμένο λόγω του γεγονότος ότι ο πρώτος δεν περατώνει την διεργασία σε αντίθεση με τον δεύτερο. Και στις δύο περιπτώσεις που προαναφέραμε, ένας ευφυής νους έχει μεγαλύτερη ευχέρεια στην αναγνώριση του επιπέδου των υπόλοιπων στο περιβάλλον του αξιολογώντας τις σωματικές αντιδράσεις των φορέων τους, που αποτελεί την απόκριση στα ερεθίσματα που έχουν λάβει, αλλά και με την αναγνώριση των παραμέτρων που έχουν λάβει υπ’ όψιν τους στην ανάλυση τους, και κατ’ επέκταση στις παρατηρήσεις τους, οι υπόλοιποι στο περιβάλλον του. Σε αυτό το επίπεδο της ανάλυσης πολλές φορές φαίνεται χρήσιμο σε έναν ανεπτυγμένο νου να εντοπίσει ομοιότητες σε αντιδράσεις ή στον τρόπο σκέψης των άλλων μονάδων, συγκριτικά με τη δική του ή άλλων τις οποίες έχει πάρει ως σημείο αναφοράς, ή έλλειψη αυτών για να μπορέσει να αποφανθεί για το επίπεδο της λειτουργίας αυτών. Μπορεί ακόμα με αναγωγή σε παρόμοιες αντιδράσεις μεγαλύτερης τάξης να εντοπίσει και μονάδες ακόμα μεγαλύτερης ευφυΐας χωρίς όμως να μπορεί να κατανοήσει επακριβώς το βάθος και το εύρος των διεργασιών που λαμβάνουν χώρα στο νου αυτό.
Εδώ θα δώσουμε ένα παράδειγμα για κάνουμε πιο κατανοητά όσα αναφέραμε πιο πάνω. Όταν έχουμε ένα σύνολο μονάδων να ανταλλάσουν δεδομένα, είτε σε μια πρώτη γνωριμία αυτών είτε κατά τη διάρκεια μιας τυπικής συζήτησης, ένας κοινός νους διαφέρει σημαντικά στην απόκριση του από έναν πιο ευφυή. Στον κοινό νου είναι εύκολο να παρακολουθήσει και να επεξεργαστεί συγκεκριμένο όγκο δεδομένων οπότε αυτόματα δίνει έμφαση μόνο στα ερεθίσματα τα οποία έχει εκ των προτέρων αξιολογήσει ως σημαντικά για αυτόν, ή γίνουν σημαντικά στην πορεία και τα απομονώνουν, ενώ τα υπόλοιπα δεδομένα τα αντιμετωπίζει ως θόρυβο, δηλαδή τα αποκλείει από τις διεργασίες που λαμβάνουν χώρα και δεν μετατρέπονται ποτέ σε πληροφορία, ενώ αρκετές φορές δεν αποθηκεύονται ούτε καν σαν δεδομένα. Κάτω από τις ίδιες συνθήκες ένας ευφυέστερος νους έχει την πολυτέλεια να επεξεργάζεται μεγαλύτερο όγκο ερεθισμάτων στον ίδιο χρόνο, ανάλογα με τη δική του υπολογιστική ικανότητα, με την ίδια ευκολία που ο κοινός νους επεξεργάζεται τον περιορισμένο όγκο όπως περιγράψαμε νωρίτερα, αυτό δίνει το πλεονέκτημα σε έναν ευφυή άνθρωπο να συλλέξει μεγαλύτερο όγκο δεδομένων με την επεξεργασία των οποίων αποκομίζει περισσότερη πληροφορία. Πληροφορία της οποίας αφού γίνει κοινωνός μαθαίνει να χρησιμοποιεί και να αξιολογεί οπότε την κατατάσσει σε πληροφορία υψηλής προτεραιότητας, περιορίζοντας έτσι τον θόρυβο. Γίνεται εύκολα κατανοητό λοιπόν ότι πιο ανεπτυγμένες μονάδες έχουν την δυνατότητα περιορισμού του θορύβου και διεύρυνσης της πληροφορίας που αποκομίζουν, η κάθε μια ανάλογα με τις δυνατότητες τις.
Αυτός είναι ένας μηχανισμός ο οποίος λειτουργεί προσθετικά αναπτύσσοντας περαιτέρω την ικανότητα του νου. Αν λοιπόν ένας κοινός νους αποκομίζει πληροφορία μιας τάξης μεγέθους, ενώ ένας ευφυής, πληροφορία μεγαλύτερης τάξης μεγέθους, αναπόφευκτα μετά από κάποιο πλήθος παρόμοιων διεργασιών καταλαβαίνουμε ότι το χάσμα στο μέγεθος της πληροφορίας μεταξύ των δύο μονάδων αυξάνεται ραγδαία, ενώ κατά την διάρκεια της διαδικασίας αυτής η πιο ανεπτυγμένη μονάδα έχει παράξει έργο μεγαλύτερης τάξης και έχει υποστεί και την ανάλογη εξέλιξη, ενεργοποιώντας καινούριους νευρώνες ή μετακινώντας τους ήδη υπάρχοντες, κάτι που έχει σαν αποτέλεσμα την περαιτέρω διεύρυνση της νοητικής του απόστασης από τον κοινό νου. Από την άλλη καταλαβαίνουμε επίσης ότι αν ένας ανεπτυγμένος εγκέφαλος δεν μπαίνει στην διαδικασία να παράγει έργο και να επεξεργάζεται δεδομένα, παρόλο που του είναι σχετικά πιο εύκολο, δε σημαίνει ότι θα συνεχίσει να έχει νοητική ανωτερότητα αφού δεν την καλλιεργεί. Επίσης ένας κοινός νους ο οποίος είναι διατεθειμένος να καταπονηθεί περισσότερο, και παρόλο που του είναι πιο δύσκολο, προσπαθήσει να επεξεργαστεί παρόμοιο όγκο δεδομένων με έναν πιο ανεπτυγμένο νου έχει μακροπρόθεσμα τη δυνατότητα να ανέβει τάξη. Κάνοντας κανείς το συνειρμό καταλαβαίνει ότι όταν ένας ήδη ανεπτυγμένος νους μπει σε διαδικασίες καταπόνησης και παραγωγής έργου μεγαλύτερης τάξης, τότε έχει ταχύτερη εξέλιξη και γίνεται όλο και πιο αποτελεσματικός. Για αυτό το λόγο είναι πολύ σημαντικό να καταλάβουμε ότι οι δυνατότητες του νου δεν είναι περιορισμένες αλλά μεταβάλλονται δυναμικά, να καταλάβουμε τι κερδίζουμε με την εξέλιξη τους και για πιο λόγο θα πρέπει να την επιδιώκουμε για το όφελος το δικό μας αλλά και τις ανθρωπότητας στην οποία μπορούμε να προσφέρουμε.
Στην περίπτωση που ο εγκέφαλος μπει σε διαδικασία να επεξεργαστεί μεγαλύτερο όγκο δεδομένων από αυτόν που αντέχει η υπολογιστική του ικανότητα τη δεδομένη στιγμή, υπάρχει το ενδεχόμενο να περάσει σε απλοποιήσεις των δεδομένων έτσι ώστε ο όγκος τους να περιοριστεί κάτω από τα όρια των ικανοτήτων της μονάδας. Έτσι γίνεται απαλοιφή κάποιων παραμέτρων, διαδικασία κατά την οποία υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να χαθεί ζωτική πληροφορία για την έκβαση της διεργασίας, και έτσι να έχουμε λανθασμένη περάτωση και κατάληξη σε λάθος συμπέρασμα. Είναι μεγάλη τέχνη το να μπορεί να απλοποιεί κάποιος τα δεδομένα που προσλαμβάνει χωρίς να χάνεται η αλληλουχία της πληροφορίας, ενώ η λανθασμένη εντύπωση κάποιου ότι μπορεί να το κάνει, θα αποβεί μοιραία για τις εκτιμήσεις του. Σε τέτοιες διαδικασίες οφείλονται φαινόμενα κατά τα οποία παρατηρούμε την πλειοψηφία να βγάζει τα ίδια συμπεράσματα από μία υπόθεση ενώ μια μικρή μειοψηφία που διαφοροποιείται να είναι και πιο σωστή στις εκτιμήσεις της. Η μικρή μειοψηφία που έχει αυξημένη νοημοσύνη (στατιστικά οι άνθρωποι με αυξημένοι νοημοσύνη είναι λιγότεροι) μπορεί να επεξεργαστεί ολόκληρο το φάσμα των ερεθισμάτων, λαμβάνει υπ’ όψιν της περισσότερες παραμέτρους, αποκομίζει περισσότερα δεδομένα, τα οποία αναλύει ποιοτικότερα, οπότε και η πληροφορία αυξάνεται περιορίζοντας το θόρυβο άρα κάνει και καλύτερη εκτίμηση του αποτελέσματος. Ενώ η πλειοψηφία με τον κοινό νου περνά σε απλοποιήσεις που σπάνε την αλληλουχία της πληροφορίας, χάνει δηλαδή πολύτιμα δεδομένα ‘’χαρακτηρίζοντας’’ τα ως θόρυβο, και όσο νωρίτερα πέσει στο συλλογιστικό ολίσθημα αυτό τόσο μεγαλύτερη θα είναι η απόκλιση της από το σωστό αποτέλεσμα, αφού ένα λάθος στην αρχή της συλλογιστικής πορείας αυξάνεται σταδιακά κατά τη διάρκεια της διαδικασίας (εδώ θα πρέπει να παρατηρήσουμε επίσης ότι ένας κοινός νους είναι πιο επιρρεπής στο να ακολουθήσει τη μάζα είτε απορρίπτοντας τους δικούς του υπολογισμούς είτε αφήνοντας τους στη μέση, ενώ μια ευφυέστερη μονάδα είναι μεθοδικότερη με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και είναι πιο πιθανό να εμείνει στα αποτελέσματα της παρά το γεγονός ότι μειοψηφεί), έτσι αναπόφευκτα οδηγείται σε εσφαλμένο αποτέλεσμα.
Με χρήση της πληροφορίας που παραθέτουμε εδώ μπορεί κάποιος να κάνει το διαχωρισμό ενός κοινού νου με κάποιον που είναι πιο ανεπτυγμένος, ενώ μπορούμε να εξηγήσουμε και μερικά τις διαφορετικές αντιδράσεις διαφορετικών μονάδων στα ίδια ερεθίσματα. Φαίνεται ακόμα ότι δύο εγκέφαλοι με διαφορετικά νοητικά επίπεδα είναι παρόμοια με υπολογιστές που έχουν επεξεργαστή, μνήμη και σκληρό δίσκο διαφορετικών δυνατοτήτων. Μόνο που στην περίπτωση των ανθρώπων και του εγκεφάλου οι δυνατότητες είναι κάτι δυναμικό και μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου. Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε κάποιους από τους τομείς δραστηριοποίησης του εγκεφάλου μιας και η ευφυΐα είναι πολυεπίπεδη όπως προαναφέραμε. Είναι κάτι σφαιρικότερο που έχει να κάνει με την κατανόηση, την επεξεργασία και τον συνυπολογισμό δεδομένων, την ευρηματικότητα, αλλά και την εξέλιξη. Δεν έχει να κάνει με την δεξιότητα σε ένα συγκεκριμένο πεδίο δραστηριοποίησης, αλλά βοηθάει στην ανάπτυξη της ικανότητας σε όλα τα πεδία, σε άλλο περισσότερο και σε άλλο λιγότερο, ανάλογα με τις απαιτήσεις του εκάστοτε πεδίου.
Ευνοϊκά πεδία δραστηριοποίησης ευφυών μονάδων
Ένα πολύ ευρύ πεδίο δραστηριοποίησης του νου, πεδίο στο οποίο βλέπουμε σαφή διαχωρισμό ενός κοινού νου από έναν ανεπτυγμένο, είναι η κριτική ικανότητα. Η κριτική ικανότητα έχει περισσότερες υποκατηγορίες αφού κρίση χρειάζεται για την αξιολόγηση ενός αποτελέσματος, κρίση χρειάζεται για την επιλογή σωστών αποφάσεων, ενώ η κρίση βοηθάει και στην αντίληψη, είτε αυτή είναι αποτύπωση του χώρου είτε αυτή είναι κατανόηση των ερεθισμάτων που εκπέμπει κάποιος.Για την αξιολόγηση ενός αποτελέσματος και ίσως την βελτίωση αυτού πρέπει να έχουμε έναν υπεραναλυτικό τρόπο σκέψης, ο οποίος θα έχει την ικανότητα να κατακερματίζει το συνολικό αποτέλεσμα σε επιμέρους ερεθίσματα, να τα αποδίδει στο αίτιο που τα προκάλεσε και μετά να τα αξιολογεί, αντιλαμβανόμενο ότι δεν λειτουργούν αυτόνομα αλλά σε σύνθεση με τα υπόλοιπα ερεθίσματα. Με αυτό τον τρόπο εντοπίζει την πηγή των ευχάριστων, των αδιάφορων αλλά και των δυσάρεστων ερεθισμάτων και αρχικά μπορεί να τα μεταβάλλει, αναλογιζόμενος το πώς θα λειτουργεί το σύνολο σε υπέρθεση, ανάλογα με το επιθυμητό αποτέλεσμα, όπως επίσης αποθηκεύει τον τύπο του ερεθίσματος, το αποτέλεσμα του, τη λειτουργία του στη συγκεκριμένη δομή και με αυτό τον τρόπο μπορεί να το επαναλάβει ή και να το εξελίξει, αφού έχει πάρει ήδη την κεντρική ιδέα, για μελλοντική χρήση. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι σε αυτή τη διαδικασία υπάρχει μεγάλο φόρτο εργασίας αφού πρέπει πρώτα ο νους να λειτουργήσει αναλύοντας το κάθε ερέθισμα ξεχωριστά, αφού τα διαχωρίσει, και να τα αξιολογήσει στη λειτουργία τους σε σύνθεση, αφού τα αποδώσει στις πηγές τους, ενώ για τη μεταβολή του αποτελέσματος προς μια επιθυμητή κατεύθυνση πρέπει να συνυπολογίσει την αλληλεπίδραση των αλλαγών με τα υπόλοιπα ερεθίσματα, των στοιχείων που χάθηκαν αλλά και αυτών που προστέθηκαν, και την διαφοροποίηση του αποτελέσματος από την προηγούμενη κατάσταση του. Είναι πολύπλοκες διεργασίες στις οποίες εύκολα κανείς καταλαβαίνει γιατί ένας ευφυής νους μπορεί να τα καταφέρει καλύτερα από έναν κοινό.
Όσον αφορά την κρίση, ως γνώμονα για τη λήψη αποφάσεων ή την χάραξη στρατηγικής, η διεργασία θεωρείται λιγότερο πολύπλοκη αλλά απαιτεί διαχείριση μεγαλύτερου όγκου πληροφορίας. Και αυτό γιατί πρέπει για κάθε εναλλακτική που διαθέτεις να προβλέπεις την συμπεριφορά του περιβάλλοντος στο οποίο δρας, και μάλιστα όχι μόνο βραχυπρόθεσμα αλλά και μακροπρόθεσμα. Είναι όπως το σκάκι, προσπαθείς με βάση όλες τις εναλλακτικές κινήσεις που έχεις να προβλέψεις τις επόμενες κινήσεις του αντιπάλου, και όσο πιο δυνατό μυαλό τόσο περισσότερες μελλοντικές κινήσεις μπορείς να επεξεργαστείς.
Η αντίληψη χρησιμοποιεί παρόμοιες διεργασίες με αυτές που αναφέραμε στην προηγούμενη παράγραφο, μόνο που επικεντρώνεται σε ερεθίσματα του παρόντος και εμβαθύνει εκεί αφού δε χρειάζεται να κάνει ανάλυση σε βάθος χρόνου. Η αποτύπωση του χώρου έχει να κάνει κυρίως με τον συνυπολογισμό των χρωμάτων και της διαβάθμισης τους, της φαινομενικής απόστασης, ταχύτητας, κίνησης ή και επιτάχυνσης των αντικειμένων, του ίσκιου και τις γωνίας αυτού, της ώρας, των πηγών φωτός, των ήχων, του αέρα, της οσμής, της υφής των αντικειμένων και οποιουδήποτε άλλου ερεθίσματος μπορεί να αποτελέσει πληροφορία μετά από επεξεργασία, και να βοηθάει στην καλύτερη αποτύπωση του χώρου και όσον λαμβάνουν χώρα σε αυτόν. Όσον αφορά την αντίληψη των ερεθισμάτων που εκπέμπει μια μονάδα στο χώρο, πρέπει να συνυπολογίσουμε πέρα από τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά που ενδεχομένως να παίζουν κάποιο ρόλο και την οπτική γωνία κάτω από την οποία η μονάδα εκπέμπει τα ερεθίσματα αυτά, αλλά και αντιδράσεις του πομπού αλλά και του περιβάλλοντος που προκαλούν για να τα μετατρέψουμε σε πληροφορία. Για παράδειγμα θα πρέπει κατά τη διάρκεια μιας κουβέντας ο λήπτης να λάβει υπ’ όψιν του πέρα από το πρώτο επίπεδο (το προφανές) που αποτελείται από τα λόγια που επιλέγει να μεταδώσει ο πομπός, σε δεύτερο επίπεδο τι υποδηλώνουν οι κινήσεις του αλλά και οι αντιδράσεις όσων τον ακούν, βάση της γλώσσας του σώματος, ενώ σε τρίτο επίπεδο τι σκέφτεται, κάτω από πιο πρίσμα εκπέμπει αυτά τα ερεθίσματα και τι προσπαθεί να πετύχει με αυτό. Προσπαθώντας να κατανοήσουμε τι πρόκειται να πετύχει ο πομπός με τα δεδομένα που θέλει να διανείμει, θα κάνουμε και κάποια ανάλυση σε κάποιο βάθος χρόνου, όμως η ανάλυση αυτή τις περισσότερες φορές είναι πιο βραχυπρόθεσμη και δε χρειάζεται να γίνει σε πολύ μεγάλο βάθος, γιατί συνήθως είναι πιο προφανές. Αυτού του τύπου οι διεργασίες είναι ποιοτικότερες κατά κάποιο τρόπο από αυτές που περιγράφηκαν στην προηγούμενη παράγραφο, γιατί φτάνουν σε αναλύσεις ανώτερου επιπέδου, θυσιάζοντας όμως σε χρονικό βάθος. Οι διαδικασίες αξιολόγησης που περιγράψαμε είναι τελείως διαφορετικές αφού εμπεριέχουν και την απομόνωση των ερεθισμάτων και του αποτελέσματος αυτών όταν λειτουργούν σε υπέρθεση κάτι που είναι πολύ δύσκολο.
Κατανοούμε φυσικά ότι όταν ένας νους χρησιμοποιεί την κριτική του ικανότητα μπορεί να χρησιμοποιεί διεργασίες που περιγράφηκαν σε μια από τις παραπάνω παραγράφους ή και συνδυασμό αυτών. Όπως επίσης καταλαβαίνουμε ότι μια μονάδα μπορεί να είναι πιο αποδοτική σε κάποιες διεργασίες απ’ ότι είναι σε άλλες, ανάλογα με την εξάσκηση – εξειδίκευση που ενδεχομένως να έχει υποστεί. Όπως έχουμε ήδη αναλύσει η ευφυΐα είναι κάτι το οποίο μεταβάλλεται με την εξάσκηση και διαμορφώνεται από τη γνώση και την εμπειρία, οπότε ένας λιγότερο ευφυής νους είναι δυνατό να είναι πιο αποδοτικός σε κάποιες διεργασίες από έναν ευφυέστερο. Η κριτική ικανότητα στο σύνολο της θεωρούμε ότι είναι από τα πιο χρήσιμα χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν έναν ανεπτυγμένο νου από έναν κοινό.
Άλλο χαρακτηριστικό που διαχωρίζει έναν κοινό από έναν ευφυή νου είναι η ταχύτητα υπολογισμού. Η ταχύτητα υπολογισμού αναφέρεται στην ικανότητα να προσλαμβάνει ο εγκέφαλος τα δεδομένα και να τα μετατρέπει σε πληροφορία στο μικρότερο δυνατό χρονικό διάστημα, ενώ εδώ θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι σχετίζεται άμεσα και με τα αντανακλαστικά του ανθρώπου. Είναι πολλές οι περιπτώσεις όπου οι διεργασίες του εγκεφάλου, είτε αυτές που περιγράψαμε είτε άλλες, πρέπει να γίνουν μέσα σε στενά χρονικά περιθώρια για να έχουν νόημα για τον σκοπό που θέλουμε να πετύχουμε και πολλές φορές και κάτω από ειδικές συνθήκες πίεσης. Όπως θα παρατηρήσουμε και παρακάτω οι αποκρίσεις του νου δεν είναι πάντοτε ίδιες αφού εξαρτώνται και από ενδογενείς αλλά και εξωγενείς παράγοντες. Η ικανότητα για πολύ γρήγορη σκέψη, αποτύπωση και λήψη αποφάσεων ακόμα και κάτω από αντίξοες, για τη μονάδα, συνθήκες είναι πολύ χρήσιμη πολλές φορές και συμπληρώνει τη νοητική ικανότητα του νου, ενώ μπορεί να διαχωρίσει τους ευφυείς ανθρώπους από τους κοινούς.
Ακόμα, σπουδαίο χαρακτηριστικό αποτελεί και η σύνθεση πληροφοριών. Έχει αναφερθεί ήδη ως επιμέρους διεργασία αρκετές φορές στα όσα έχουμε παρουσιάσει μέχρι τώρα, πρέπει όμως να καταλάβουμε ότι αποτελεί τη βασική λειτουργία που μας επιτρέπει να δημιουργούμε πληροφορίες υψηλότερου επιπέδου, δηλαδή να βλέπουμε και πίσω από τα προφανή. Μια από τις πτυχές της σύνθεσης έχει να κάνει και με τη φαντασία. Η φαντασία συνδυάζει πληροφορία που είναι αποθηκευμένη στον εγκέφαλο και είτε δημιουργεί καταστάσεις που προκαλούν τα επιθυμητά αποτελέσματα είτε βρίσκει ομοιότητες και διαφορές σε αποθηκευμένα μοντέλα, κάνοντας δυνατή τη χρήση αυτών και των αποτελεσμάτων τους, ακόμα και σε περιπτώσεις στις οποίες δεν αναφέρονται, αν κρίνεται ότι ταιριάζουν. Τέλος η φαντασία έχει σε μεγάλο μέρος να κάνει και με την πρόβλεψη των μελλοντικών καταστάσεων όσον αφορά την κριτική ικανότητα την οποία περιγράψαμε προηγουμένως. Η φαντασία προϋποθέτει εμπειρία, βιώματα και γνώσεις, τα οποία θα έχει αποθηκεύσει ο εγκέφαλος σαν πληροφορία, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό χρειάζεται να τα ανακτήσει και να τα συνθέσει για να έχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Πιο ανεπτυγμένες μονάδες καταφέρνουν να εφαρμόσουν μοντέλα και θεωρίες φυσικής, άλγεβρας, γεωμετρίας, χημείας και άλλων επιστημών στην καθημερινότητα τους για τη διεξαγωγή συμπερασμάτων.
Συνθήκες που ευνοούν – αναστέλλουν νοητικές διεργασίες
Η απόκριση του ίδιου εγκεφάλου μπορεί να διαφέρει στα ίδια ερεθίσματα όταν βρεθεί κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, σε διαφορετικό περιβάλλον. Υπάρχουν στοιχεία τα οποία βοηθάνε - ευνοούν τον εγκέφαλο στην λειτουργία του και άλλα που τον παρεμποδίζουν. Θετική συνεισφορά έχουν τα φυσιολογικά επίπεδα οξυγόνωσης στον εγκέφαλο όπως και σκευάσματα που παρέχουν άμεσα ενέργεια, όπως είναι η ζάχαρη, η σοκολάτα κλπ. Γιατί διεγείρουν τους νευρώνες φέρνοντας τους σε κρίσιμη κατάσταση για να δεχτούν τα εξωτερικά ερεθίσματα, όπως επίσης ευνοϊκά λειτουργεί και η εξάσκηση σε κάποιες διεργασίες, αφού ο εγκέφαλος μαθαίνει να τις αντιμετωπίζει μηχανικά μέσα από το θυμικό και συνεισφέρει περαιτέρω μόνο σε κρίσιμές στιγμές της διαδικασίας που διαφοροποιούνται η μία από την άλλη. Στον αντίποδα ανασταλτικά λειτουργούν δύο ειδών παράγοντες. Το πρώτο είδος καταστέλλει τη λειτουργία του εγκεφάλου, φυσικά ή τεχνητά (χαμηλά επίπεδα οξυγόνωσης, νύστα, ηρεμιστικά, ναρκωτικά, απραξία κλπ), κάτι που δυσκολεύει την άμεση διέγερση των νευρώνων και παρουσιάζει μεγάλη χρονική απόκλιση στην απόκριση της μονάδας, ενώ το δεύτερο είδος ευθύνεται για την μείωση της διαθέσιμης υπολογιστικής ισχύος του νου δεσμεύοντας ένα κομμάτι της, λειτουργώντας σαν αντιπερισπασμός (ασυνήθιστες συνθήκες πίεσης, θερμοκρασίας, κούραση, πόνος, κατανάλωση τσίχλας, άγχος κλπ). Καταλαβαίνουμε ότι κάποιος πιο ευφυής μπορεί να αναλύσει με μεγαλύτερη πληθώρα τρόπων, μεγαλύτερο όγκο δεδομένων, με μεγαλύτερη ταχύτητα στους συνειρμούς του, να φέρει εις πέρας πιο πολύπλοκες διεργασίες και να έχει καλύτερη αντίληψη και κριτική ικανότητα. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι ένας λιγότερο ευφυής νους δε μπορεί να είναι πιο κοντά στην αλήθεια μετά το πέρας της ανάλυσης του, κάτι που συμβαίνει εξαιτίας του τρόπου που ενδεχομένως να έχει επιλέξει και εξειδικευτεί να επεξεργάζεται δεδομένα. Ο συγκεκριμένος τρόπος μπορεί να παρουσιάζει προτερήματα στη συγκεκριμένη διαδικασία, κάτι όμως που δε μπορεί να γενικευτεί. Στατιστικά λοιπόν ένας πιο ευφυής νους θα είναι πιο κοντά στο σωστό αποτέλεσμα μετά το πέρας της ανάλυσης του αλλά δεν αποκλείεται τυχαία να έχουμε καλύτερη απόδοση από έναν λιγότερο ευφυή νου κατά περίπτωση. Εκεί στοχεύει και η σοφή παροιμία του λαού καλύτερα περισσότερα μυαλά από ένα. Ακόμα οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι ακόμα και αν περιγράψουμε μια διεργασία πολύ υψηλής τάξης, ακόμα και αν την κατανοήσει ένας κοινός νους δε σημαίνει ότι μπορεί να τη φέρει εις πέρας. Είναι σαν ένα εξελιγμένο λογισμικό με μεγάλες απαιτήσεις του οποίου έστω και αν κατανοούμε την λειτουργία ο υπολογιστής (επεξεργαστής – μνήμη) μας δεν το σηκώνει.
Τροφή για σκέψη
Υποθετικά μιλώντας, αν θεωρήσουμε ένα όν, μία ποσότητα, που να υπήρχε εξ αρχής του κόσμου, είχε τη δυνατότητα να βρίσκεται παντού ταυτόχρονα, είχε την υπολογιστική δύναμη να συλλέξει, να επεξεργαστεί και να αποθηκεύσει όλη την πληροφορία που αποκομίζει, και είχε την ικανότητα να τη συνθέσει με διεργασίες απείρως ανωτέρας τάξης μεγέθους από όσες έχουμε δει και αναλύσει τότε θα είχαμε μια οντότητα η οποία θα γνώριζε οτιδήποτε επρόκειτο να συμβεί βραχυπρόθεσμα και λαμβάνοντας αυτά τα αποτελέσματα ως ανατροφοδότηση θα μπορούσε να προβλέψει και μακροπρόθεσμα. Θα είχαμε λοιπόν έναν ανώτερο επεξεργαστή που θα είχε στην διάθεση του όλη τη γνώση του παρελθόντος και θα μπορούσε να ξέρει ότι επρόκειτο να συμβεί στο μέλλον. Θα μπορούσε, αναλύοντας τα ερεθίσματα που έχει ο καθένας από μας στο μυαλό του να καταλάβει τι σκέφτεται, τι πρόκειται να κάνει, πότε θα το κάνει, θα γνώριζε όλες τις δυνάμεις τις φύσης και πώς να τις χρησιμοποιεί, θα γνώριζε τη συμπεριφορά των υλικών, των ζώων, των έμψυχων, αλλά και των άψυχων, θα είχαμε ένα τέλειο ον που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει στο έπακρο της δυνατότητες του κόσμου στον οποίο ζούμε και θα είχε πλήρη κατανόηση αυτού.
Για να μπορέσει το ανθρώπινο είδος να υποκαταστήσει αυτή την σημαντική έλλειψη σε πληροφορία, αλλά και την δυνατότητα ανάλυσης πεπερασμένου όγκου πληροφοριών που έχει η κάθε μονάδα ξεχωριστά, έχει εισάγει ένα μέγεθος το οποίο δεν έχει φυσική σημασία αλλά χρηστική αξία, χωρίς να είναι πάντοτε αξιόπιστο αλλά επιβεβαιώνεται όταν οι επαναλήψεις τείνουν στο άπειρο. Αυτό το μέγεθος δεν είναι άλλο από τις πιθανότητες. Είναι εύκολο να καταλάβουμε ότι αν μπορούσαμε να ξέρουμε όλες τις δυνάμεις που δρουν μέσα σε μια κληρωτίδα κατά την διάρκεια της κλήρωσης, γνωρίζαμε το χρόνο της διεργασίας, τον αριθμό των ενδεχομένων, και την σειρά που εισάγονται στην κληρωτίδα τα ενδεχόμενα αυτά, γεγονότα τα οποία έχουν φυσικές τιμές, τις οποίες όμως εμείς δε γνωρίζουμε, θα ξέραμε το αποτέλεσμα της κλήρωσης, αν μπορούσαμε να συνδυάσουμε όλη αυτή την πληροφορία. Δηλαδή το αποτέλεσμα είναι ήδη προκαθορισμένο και οι νόμοι της φύσης το κάνουν μοναδικό, στα μάτια μας όμως, λόγο έλλειψης πληροφορίας τα ενδεχόμενα φαίνονται σχεδόν ισοπίθανα.
Βασιζόμενοι σε όσα έχουμε πει πιο πάνω καταλαβαίνουμε ότι σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα κάποιος ο οποίος θα γνώριζε τις περιβαλλοντικές συνθήκες, το χρόνο αντίδρασης του οδηγού, το χρόνο αντίδρασης του πεζού, τι περνά από το μυαλό τους τη δεδομένη στιγμή, τον τρόπο που θα αντιδράσουν, την ολισθηρότητα του δρόμου, την κατάσταση που βρίσκονται τα λάστιχα και τα φρένα του αυτοκινήτου, την ταχύτητα αυτού και άλλες πολλές πληροφορίες θα μπορούσε να προβλέψει το ατύχημα αυτό. Έτσι υπό κάποια έννοια υπάρχει η μοίρα και όλα είναι προδιαγεγραμμένα και εμείς απλά αρκεί να τα επιβεβαιώσουμε.
Συνειρμικές σκέψεις – σύνθεση πληροφοριών, μοντέλων, εικασία
Αν αναλογιστούμε ότι όλη η γνώση που κατέχει ολόκληρη η ανθρωπότητα στην ιστορία της μαζεμένη, δε συγκρίνεται με την γνώση που κατέχει ο Θεός, αφού κατέχει τη γνώση και όσων παραμένουν άγνωστα μέχρι τώρα στην ανθρωπότητα, αλλά και όσων συνέβησαν πριν την εμφάνιση του ανθρώπου, καταλαβαίνει κάποιος πόσες τάξεις μεγέθους κατώτερο ον είναι ο άνθρωπος, και θεωρούμε ότι ανάλογα τόσες τάξεις μεγέθους κατώτερη είναι και η υπολογιστική ικανότητα του. Αν παρατηρήσουμε ομοιότητες στο μοντέλο των ατόμων και της δομής τους με το μοντέλο του ηλιακού συστήματος, πλανήτες να περιστρέφονται γύρω από τον ήλιο σε σταθερές τροχιές, όπως τα ηλεκτρόνια γύρω από τον πυρήνα σε σταθερές στοιβάδες, ενώ έχουμε και παρουσία μετεωριτών και άλλων σωμάτων στο διαπλανητικό χώρο, αντίστοιχα με τα μικροσωματίδια όπως τα νετρίνα και τα quarks στον κενό χώρο του ατόμου. Αν μπορούμε λοιπόν να παρομοιάσουμε το ηλιακό σύστημα σαν ένα άτομο, και τον γαλαξία σαν ένα μόριο ή κύτταρο, τότε η σύνθεση όλων των γαλαξιών, το σύμπαν, μπορεί να σχηματίζει ανάλογα έναν οργανισμό. Μπορεί απλά να έχουμε την ίδια πατέντα να χρησιμοποιείται στον μικρόκοσμο και στη δομή του σύμπαντος κάτι που μπορεί να μας δώσει ενδεχόμενες πληροφορίες από παρατηρήσεις που έχουμε κάνει στο ένα για το άλλο, ή ακόμα περισσότερο να θεωρήσουμε ότι έχουν την ίδια λειτουργία και ότι είμαστε κομμάτι ενός ανώτερου οργανισμού.
Τα έμψυχα όντα είναι σαν τα κύτταρα τα οποία αναπαράγονται, τρέφονται, αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και πεθαίνουν, συμβάλλοντας στην λειτουργία του οργανισμού, ενώ υπάρχουν οργανισμοί πολυσύνθετοι όπως είναι ο άνθρωπος αλλά και πολλοί πιο απλοί όπως οι μονοκύτταροι οργανισμοί. Ενώ τα άψυχα όντα είναι τα δομικά συστατικά των κυττάρων. Δεν ψάχνουμε να βρούμε ομοιότητες ένα προς ένα γιατί είμαστε οργανισμοί μεγαλύτερης τάξης στο μακρόκοσμο από αυτούς του μικροκόσμου, όπως καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχει και αντιστοιχία ένα προς ένα με το ον ανωτέρας τάξης που ενδεχομένως να αποτελούμε, βλέπουμε όμως ομοιότητες που είναι καθ’ εικόνα μας και καθ’ ομοίωση μας. Σίγουρα στη φύση της αρέσει να μιμείται τον εαυτό της σε διαφορετικά μοντέλα.
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕύστοχες οι σκέψεις σου! Συνέχισε έτσι!
ΑπάντησηΔιαγραφήendiaferonta themata opws k oi protaseis sas gia vivlia
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξερετικα και ενδιαφέροντα πράγματα σκεφτείτε είμαι 17 και τα διαβάζω ✊
ΑπάντησηΔιαγραφή