Δημοφιλείς αναρτήσεις

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2010

Χωρίς υποχρεώσεις αλλά με δικαιώματα και αίσθημα ευθύνης

Είναι πολύ δύσκολο για κάποιον να δώσει ένα μοναδικό ορισμό για την αναρχία από την στιγμή που είναι αδύνατον να συμπεριληφθούν όλες τις τάσεις ή οι δομές που βασίζονται στην εκ του δυνατού μεγαλύτερη ελευθερία. Εξίσου δύσκολο είναι λοιπόν να κάνουμε και κριτική στο σύνολο πάνω σε κάτι τόσο ασαφές. Το μόνο που μπορούμε να επιχειρήσουμε είναι να δούμε τις γενικότερες αρχές που αποτελούν τις θεμέλιες λίθους της φιλοσοφίας αυτού του συστήματος και να εκφράσουμε επιχειρήματα. Για να πετύχουμε όμως κάτι τέτοιο θα πρέπει πρώτα να αναγνωρίσουμε τις αρχές αυτές. Κλασικός φιλελευθερισμός, συμμετοχή όλων άμεσα στη λήψη αποφάσεων, καμία ιδιοκτησία - αυτοοργάνωση, δουλειά για ευχαρίστηση και όχι υποχρέωση, άρνηση στην εξειδίκευση.
Από την αρχαιότητα ή και ακόμα παλαιότερα βρίσκουμε τον άνθρωπο σε ομάδες. Σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, όπου υπήρχε άνθρωπος οργανωνόταν σε συνασπισμούς, μικρότερους ή μεγαλύτερους, είτε βάση της ανάγκης του να ζευγαρώσει είτε για καταμερισμό εργασιών είτε για ασφάλεια από εξωτερικούς κινδύνους. Το συμπέρασμα που βγαίνει λοιπόν από την τάση αυτή είναι ότι ο άνθρωπος είναι αγελαίο ‘’ζώο’’ και η φυσική του ανάγκη είναι αυτή που τον οδήγησε στην δημιουργία κοινωνιών. Έτσι θα θεωρήσουμε πιο επίκαιρο και ορθό να ασχοληθούμε με φιλελεύθερες κοινωνίες και όχι αναρχικούς ερημίτες. Μονάδες που ζουν απομονωμένες με ελάχιστες επιρροές υπάρχουν αλλά δεν είναι φυσιολογικές, μπορεί να μην είναι παράλογες αλλά δεν θα μπορούσαμε να γενικεύσουμε τον τρόπο διαβίωσης τους για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Επιπροσθέτως ο πληθυσμός της γης είναι απαγορευτικός για να μπορέσουμε να διαθέσουμε έκταση ικανή για να ζήσει ο καθένας μόνος του απελευθερωμένος χωρίς να τον περιορίζει η ελευθερία του γείτονα του.

Συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων - αυτοοργάνωση
Σε μια αναρχική κοινωνία όλοι πρέπει και έχουν το δικαίωμα να παίρνουν μέρος στις αποφάσεις. Είτε αυτές είναι στα πλαίσια της κοινωνίας είτε είναι στα πιο στενά πλαίσια της παραγωγικής μονάδας στην οποία ανήκουν. Οργανώνονται λοιπόν σε συνδικάτα και συναποφασίζουν. Εδώ θα προσπεράσουμε τα τεχνικά προβλήματα τα οποία δημιουργούνται με την αποδοχή μιας τέτοιας διαδικασίας, γιατί πιθανώς και να λύνονται χρησιμοποιώντας την ανθρώπινη ευρεσιτεχνία, για να εστιάσουμε στην ουσία του εγχειρήματος. Όλοι έχουν δικαίωμα να αποφασίζουν άμεσα για κάτι το οποίο τους αφορά. Αυτό προϋποθέτει ότι θα πρέπει να γνωρίζουν όλοι καλά και εξίσου το αντικείμενο για το οποίο καλούνται να αποφασίσουν, έτσι ώστε οι ίσες ψήφοι τους να διαμορφώσουν μια τάση και να παρθεί μια απόφαση. Γιατί παρόλο που έχουμε απαλείψει τις κοινωνικές ανισότητες, οπότε δεν πρόκειται πλέον για πολιτικές αποφάσεις, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τις διαφορετικές προτιμήσεις, αντιλήψεις για την εξέλιξη ή και την ίδια την υπόσταση μιας παραγωγικής μονάδας. Διαφωνίες υπάρχουν σε όλους τους χώρους συμπεριλαμβανομένων και των μη πολιτικών, όπως είναι ο επιστημονικός. Ας δεχτούμε λοιπόν έστω και την σχετική πλειοψηφία ως ικανοποιητική συνθήκη για τη λήψη μιας απόφασης, γιατί μια απόλυτη πλειοψηφία ή ομοφωνία θα ήτανε ρεαλιστικά πιο δύσκολο να επιτευχθεί. Για να έχουν όλοι εξίσου και επαρκώς γνώση του αντικειμένου που πραγματεύονται θα πρέπει να έχουν αρχικά την πεποίθηση να ασχοληθούν με τη διοίκηση όσον αφορά την παραγωγική μονάδα ή αντίστοιχα με τα κοινά και τη διαχείριση όσον αφορά την κοινωνία κάτι που όμως δεν συμβαίνει. Ας πούμε ότι αυτό είναι ελάττωμα που έχουμε κληροδοτήσει από το υπάρχον σύστημα και δε θα εξακολουθεί να υφίσταται σε μια αναρχική κοινωνία ή ότι δεν επηρεάζει κάπου αρνητικά τη γενικότερη θεώρηση αν κάποιοι ενσυνείδητα αποφασίσουν να απέχουν. Αυτοί που τελικά θα ασχοληθούν θα είναι εξίσου καλοί στη διοίκηση, διαχείριση, στρατηγικό προγραμματισμό ή τη λήψη αποφάσεων; Προφανώς και όχι. Οι καλύτεροι θα αποτελούν την πλειοψηφία; Προφανώς και όχι. Θα έχουν την πειθώ για να επιβάλουν την άποψη τους; Αν υπάρχουν άλλοι που έχουν μεγαλύτερη ικανότητα να επηρεάζουν, παρά το γεγονός ότι υστερούν σε άλλα χρήσιμα χαρακτηριστικά; Οπότε αυτό το σύστημα διοίκησης εκφυλίζεται με την πάροδο των χρόνων σε ένα σύστημα στο οποίο συμμετέχουν όσοι τρέφουν ενδιαφέρον και καταφέρνουν να επιβληθούν, όσοι μπορούν να πείσουν καλύτερα ότι γνωρίζουν.
Πόσο παραγωγικός – αποδοτικός μπορεί να είναι κάποιος ο οποίος έχει διοικητική μέριμνα στα κοινά, παίρνει ενεργά μέρος στην παραγωγή, στη λήψη αποφάσεων που αφορούν την παραγωγική μονάδα, χρειάζεται χρόνο για την διαπροσωπική του ζωή αλλά και τις καθημερινές υποχρεώσεις που του επιβάλουν οι ανάγκες του; Καταλαβαίνουμε ότι διευρύνοντας το πεδίο δράσης κάποιου χάνουμε σε βάθος. Όμως η εξειδίκευση έχει έτσι κι αλλιώς θυσιαστεί χάρη του κλασικού φιλελευθερισμού. Πόσο γρήγορα γίνεται να ληφθούν αποφάσεις όταν χρειάζεται η συμβολή όλων και η συνδιαμόρφωση απόψεων, όταν χρειάζεται γνώση του αντικειμένου από ολόκληρο το σύνολο; Είναι αναπόφευκτο να χάσουμε σε αποτελεσματικότητα. Την αξία της αποτελεσματικότητας θα την εκτιμήσουμε αργότερα.

Άρνηση στην εξειδίκευση
Ο αναρχισμός έρχεται να αντιταχθεί στην εξειδίκευση και στη μονοσήμαντη ανάπτυξη των διάφορων προσωπικοτήτων και μάλιστα επικροτεί ενασχόληση σε πολλαπλά πεδία, αποτρέποντας έτσι εκ των πραγμάτων την εξειδίκευση για την πλειοψηφία. Εξειδίκευση εδώ, με τα σημερινά δεδομένα, δε μπορούμε να θεωρήσουμε έναν κλάδο της ιατρικής ή της φυσικής γιατί οι κλάδοι αυτοί αν και είναι μόνο μικρό πεδίο του συνόλου της επιστήμης είναι τόσο ευρείς που δε μπορούμε να πούμε ότι αναπτύσσουν μονοσήμαντα τον άνθρωπο, παρόλα αυτά με το φόρτο εργασίας ενός ενσυνείδητου πολίτη μιας αναρχικής κοινωνίας (αναρχοσυνδικαλιστή) ο χρόνος και η αφοσίωση που χρειάζεται η έρευνα και η πρόοδος των επιστημών δεν εξασφαλίζονται σε καμία περίπτωση. Πολλές φορές η αποκλειστική ενασχόληση με το πεδίο ερευνών είναι άκρως απαραίτητη για την ολοκλήρωση ενός συλλογισμού και για την κατάληψη της κορυφής μιας ανακάλυψης. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε εκ των πραγμάτων και τους ρυθμούς προόδου για τον κλασικό φιλελευθερισμό. Το θέμα είναι αν και κατά πόσο χρειαζόμαστε την πρόοδο ή μπορούμε κατά Κροπότκιν να ζήσουμε ευχάριστα και σε μια κοινωνία κατά κύριο λόγο αγροτική με απλή τεχνολογία και διαδικασίες παραγωγής και τοπική οικονομική οργάνωση. Πριν από κάποια χρόνια, έστω 150, είχαμε τελείως διαφορετική αντίληψη του κόσμου στον οποίο ζούμε κάτι που έχει σαφές αντίκτυπο και στο βιοτικό μας επίπεδο. Αν είχαμε αποφασίσει τότε να πατήσουμε φρένο στην εξέλιξη σήμερα δε θα είχαμε τους υπολογιστές, το Internet, την ευκολία και την ταχύτητα στην μετακίνηση και πολλά ακόμα τα οποία διαμορφώνουν πλέον τον τρόπο ζωής μας και τα θεωρούμε δεδομένα. Με το να ισχυριστούμε ότι τώρα που έχουν ανακαλυφθεί όλα αυτά μπορούμε να πατήσουμε φρένο είναι πάλι εσφαλμένο γιατί θα χάσουμε αυτά τα οποία είναι να έρθουν και για τα οποία δεν έχουμε γνώση ακόμα. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει αν σε 150 χρόνια από σήμερα δε θα έχουμε πετύχει τηλεμεταφορά ή και ταξίδι στο χρόνο για παράδειγμα. Το ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης πέφτουν κατακόρυφα σε μια αναρχική κοινωνία πρέπει να είναι κοινός αποδεκτό, το ζήτημα που πρέπει να πραγματευτούμε είναι κατά πόσο ο άνθρωπος χρειάζεται την πρόοδο ή πόσο εύκολα και με τι αντίτιμο θα μπορούσε να τη θυσιάσει. Αυτό είναι κάτι που θα το αναλύσουμε στη συνέχεια.

Δουλειά γα ευχαρίστηση και όχι υποχρέωση
Η δουλειά για ευχαρίστηση και όχι από υποχρέωση είναι το βασικό ζητούμενο. Είναι το κύριο όφελος από μια αναρχική κοινωνία. Είναι πολύ σημαντικό το μεγαλύτερο μέρος από τη ζωή σου, το οποίο το περνάς δουλεύοντας να το περνάς για την προσωπική σου ικανοποίηση. Σαν εγχείρημα λοιπόν αδιαμφισβήτητα είναι επιθυμητό. Μένει μόνο να κρίνουμε τον τρόπο που θα μπορούσε να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Ας υποθέσουμε ότι είναι θέμα παιδείας το πώς αντιλαμβάνεται κανείς τη δουλειά ή την καταπόνηση και ότι μπορούμε όλοι κάποια στιγμή να ικανοποιούμαστε από το γεγονός ότι παράγουμε και να φτάσουμε στην αυτοπραγμάτωση. Αυτό προϋποθέτει πολύ χρόνο και ενέχει και πολλά μικρότερα προβλήματα που προκύπτουν κατά την υλοποίηση μιας τέτοιας ιδέας, όπως τι θα γίνει με αυτούς που δεν επιθυμούν να εργαστούν, τις δουλειές στις οποίες θα ανακαλύψουμε ότι δε υπάρχει κάτι το παραγωγικό και το ενδιαφέρον και άλλα πρακτικά προβλήματα τα οποία όμως θα θεωρήσουμε ότι ξεπερνιούνται με διάφορες τεχνικές ή ευρεσιτεχνίες. Περνάμε λοιπόν σε κριτική στην ουσία του εγχειρήματος. Για να επιτευχθεί η ευχαρίστηση στη δουλειά είναι αναγκαία συνθήκη η εργασία στο αντικείμενο το οποίο επιθυμεί ο καθένας. Όταν όλοι μπορούν να δουλεύουν στο αντικείμενο που επιθυμούν ανακύπτει το πρόβλημα της ικανοποίησης των αναγκών της κοινωνίας. Είναι απίθανο οι επιθυμίες του καθενός να πληρούν ακριβώς τις ανάγκες της κοινωνίας, τη στιγμή μάλιστα που ακόμα και τώρα που υπάρχει ένας υποτυπώδης σχεδιασμός, μια κατευθυντικότητα για τους νέους και το αντικείμενο που θα ακολουθήσουν, παρατηρούμε ότι υπάρχει ανεργία σε συγκεκριμένους κλάδους ενώ ακόρεστη ζήτηση σε άλλους, παρά τον καταναγκασμό που υπάρχει για κάποιους να διαλέξουν αντικείμενο βάση επαγγελματικής αποκατάστασης και όχι ευχαρίστησης. Καταλήγουμε λοιπόν πως το σύστημα που αναλύουμε δεν είναι ανταποδοτικό και δε μπορεί να καλύψει τις υπάρχουσες ανάγκες. Δημιουργεί πλεόνασμα από συγκεκριμένα προϊόντα – υπηρεσίες και έλλειμμα σε άλλα ή αντίστροφα μικρό φόρτο εργασίας σε αυτούς που ασχολούνται με τα πλεονασματικά προϊόντα και εξουθενωτικό φόρτο εργασίας σε αυτούς που ασχολούνται με τα ελλειμματικά για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες τις κοινωνίας. Το αποτέλεσμα είναι και πάλι ο καταναγκασμός κάποιων να διαλέξουν κλάδους με μικρότερους φόρτους εργασίας από άλλους, εντείνοντας μάλιστα και το πρόβλημα.
Δεν μπορούμε σε αυτό το σημείο να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι η διαπαιδαγώγηση των παιδιών έχει σε μεγάλο βαθμό να κάνει με την κλίση ή και το αντικείμενο που θα ακολουθήσουν μεγαλώνοντας. Κάνουμε ήδη το συμβιβασμό δηλαδή ότι η ελευθερία του να επιλέξει για τον εαυτό του περιορίζεται από τις επιλογές των γονιών, των δασκάλων αλλά και του περιβάλλοντος του μέχρι να μπορεί να κάνει μόνος του τις επιλογές του.

Καμιά ιδιοκτησία - κοινή χρήση
Με την κοινοκτημοσύνη αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα της ανασφάλειας και το βιοποριστικό πρόβλημα που απευθύνεται σε σημαντικό μέρος του πληθυσμού. Εξαλείφεται η ανάγκη για χρηματικές μονάδες αφού όλοι οικειοποιούνται τα πάντα, ενώ όλοι έχουν ίσα δικαιώματα στην χρήση των πόρων και των πρώτων υλών. Αν αναλογιστούμε όμως αυτά που αναλύσαμε στην προηγούμενη παράγραφο ίσως αυτό το σύστημα να μην είναι δίκαιο απέναντι σε αυτούς που σηκώνουν το μεγαλύτερο φόρτο εργασίας. Πέρα από αυτή την πτυχή εμφανίζονται προβλήματα του κατά πόσο κοινόχρηστα είναι το σπίτι του καθενός, τα προσωπικά του είδη ή κατά πόσο θα έπρεπε να λαμβάνουν μέρος στις αποφάσεις μιας παραγωγικής μονάδας όσοι δεν συμμετέχουν σε αυτή αφού οι πρώτες ύλες αλλά και η ίδια η μονάδα ανήκει στο σύνολο της κοινωνίας. Πολλά από αυτά τα προβλήματα φαντάζουν απροσπέλαστα αλλά θα τα βάλουμε σε δεύτερη μοίρα προκειμένου να ερευνήσουμε την τάση του ανθρώπου ως προς την κτητικότητα και την ιδιοποίηση υλικών αγαθών. Παρόλα αυτά είναι προφανής ο περιορισμός της ελευθερίας του ενός από την ελευθερία του άλλου σε κάποιο βαθμό, όποτε πάλι έχουμε υπαναχωρήσεις.
Σίγουρα το υπάρχον σύστημα εκ φύσεως γεννάει φαινομενικές ανάγκες που δεν έχουν πραγματική υπόσταση, σίγουρα πρόκειται για ένα σύστημα που οδηγεί στον καταναλωτισμό και με κατάλληλη παιδεία υποθέτουμε ότι μπορούμε να δραπετεύσουμε από την επίδραση του. Σε τι βαθμό όμως μπορούμε να δεχτούμε ότι είναι ο καταναλωτισμός και η κτητικότητα που επιβάλλεται και σε τι βαθμό είναι έμφυτη στον άνθρωπο είναι ένα θέμα προς διερεύνηση. Ο άνθρωπος από πάντα ένιωθε ασφάλεια όταν είχε το δικό του μέρος να κοιμηθεί όπως και εξασφάλιζε, όσο μπορούσε τους πόρους του. Αυτό δεν το έκανε μόνο από ανασφάλεια αλλά και γιατί το αίσθημα ότι άνηκε κάπου τον έκανε να αισθάνεται πιο άνετα, μπορούσε να διαμορφώσει το περιβάλλον του όπως επιθυμούσε κλπ. Επίσης κτητικός άρχισε με τον καιρό να γίνεται ο άνθρωπος και με τους υπόλοιπους ανθρώπους, με τους οποίους είχε ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς. Ακόμα και στις κοινωνίες όπου ο ρόλος της γυναίκας ήταν υποτιμημένος ή τα όργια ήταν μέρος της κουλτούρας οι άντρες είχαν έμφυτη την κτητικότητα και τη ζήλια όσον αφορά άτομα με τα οποία δεν είχαν απλώς σεξουαλικές αλλά και συναισθηματικές σχέσεις. Είναι ριζωμένη στη φύση του ανθρώπου η κτήση αλλά και η κατάκτηση. Κάτι που φαίνεται να υπερισχύει σε ολόκληρο το ζωικό βασίλειο οπότε δε θα πρέπει να μας παραξενεύει που συναντάται ακόμα και στα πρωτόγονα ένστικτα του ανθρώπου. Υπάρχει λοιπόν ένα ελάχιστο όριο από το οποίο δε θα έπρεπε να πέσουμε για να θεωρήσουμε ότι το σύστημα μπορεί να προσφέρει την πληρότητα και να μην αφήνει κενά ικανοποίησης. Τα όρια αυτά ποικίλουν ανάλογα με τις απαιτήσεις της κοινωνίας, το επίπεδο παιδείας αλλά και το επιθυμητό βιοτικό επίπεδο. Εκ των πραγμάτων λοιπόν πρέπει να γίνουν υπαναχωρήσεις ως προς την απόλυτη κοινοκτημοσύνη γιατί κάτι τέτοιο δεν είναι στη φύση του ανθρώπου, ενώ το σύστημα θα πρέπει να το προβλέπει αυτό.
Η πολιτική εξυπηρετεί γιατί βάζει τους κανόνες στην κατανομή των περιορισμένων πόρων, σε περίπτωση που οι πόροι ήταν άπειροι δε θα υπήρχε και λόγος ύπαρξης της πολιτικής. Αντίστοιχα με άπειρους πόρους το σύστημα κοινοκτημοσύνης θα λειτουργούσε άψογα αφού θα μπορούσες να έχει ο καθένας ότι θέλει όποτε θέλει, με την κατάλληλη τεχνογνωσία και επωμιζόμενος τον απαραίτητο φόρτο εργασίας. Όπως είδαμε όμως και στις προηγούμενες παραγράφους η αναρχική κοινωνία δεν είναι αποτελεσματική, έχει και έλλειμμα σε διάφορα προϊόντα και δεν είναι και ανταποδοτική. Αυτό σημαίνει ότι θα υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι θα έχουν το προνόμιο να απολαύσουν ένα αγαθό το οποίο όμως δε θα το έχουν κάποιοι άλλοι, όχι τουλάχιστον στην ίδια έκταση, και συν τις άλλοις κανείς δεν εξασφαλίζει ότι αυτός που θα έχει το προνόμιο αυτό θα είναι και αυτός που θα έχει επωμιστεί το μεγαλύτερο φόρτο εργασίας. Για να μην υπάρχουν αδικίες λοιπόν περιορίζεται η ποικιλία σε ένα όριο στο οποίο υπάρχει υπερπληθώρα αγαθών για να εξασφαλίσουμε ότι θα είναι πάντοτε διαθέσιμα για τυχόν ζήτηση. Αυτό περιορίζει τις επιλογές – ελευθερία – και το βιοτικό επίπεδο. Η γενικότερη αυτή φιλοσοφία είναι μποέμ και αφήνει να ελλοχεύει ένας εφησυχασμός και ένας συμβιβασμός στα ελάχιστα ο οποίος είναι ζημιογόνος για το πνεύμα του ανθρώπου.

Κλασικός φιλελευθερισμός
Ο φιλελευθερισμός επιτάσσει το μηδενικό κρατικό παρεμβατισμό. Αποκλείει λοιπόν κάθε ρυθμιστικό παράγοντα και στοχεύει στην αυτορρύθμιση του συστήματος. Κάτι τέτοιο απαιτεί τρομερή παιδεία στο σύνολο της κοινωνίας έτσι ώστε να υπάρχει αίσθημα ευθύνης απέναντι στους συνανθρώπους έστω και αν αυτό δεν επιβάλλεται. Καταλαβαίνουμε ότι δε θα επιβάλλεται η τάξη, δε θα υπάρχουν δυνάμεις καταστολής, που σημαίνει ότι θα πρέπει η παιδεία να αποτρέπει τις παρεκτροπές. Σίγουρα οι παθογένειες τις κοινωνίας μας έχουν δημιουργήσει πολλά από τα εγκλήματα τα οποία εμείς τώρα θεωρούμε κοινά, και υπάρχουν βιοποριστικοί, ιδεολογικοί αλλά και λόγοι που πηγάζουν από την αυτό-επιβολή και την κτητικότητα που οδηγούν σε πράξεις πέρα του νόμου. Ακόμα και αν η παιδεία θα μπορούσε να υπερνικήσει τέτοια εμπόδια και το καινούριο σύστημα δεν παρουσίαζε καινούριες παθογένειες οι οποίες δεν διαφαίνονται τώρα, πάντα θα υπάρχουν εκείνοι που έχουν εγκληματικές τάσεις, που θα έχουν διαταραγμένο ψυχικό κόσμο, που δε θα έχουν ενδοιασμούς. Αλλά αυτό είναι δευτερεύον και θεωρούμε ότι κάτι τέτοιο θα αντιμετωπιστεί.
Ακόμα και με αυτή την υπόθεση, ο στρατός θα ήταν αναγκαίος για να διαφυλάξει την ακεραιότητα της αναρχικής κοινωνίας από τον περίγυρο της, του οποίου τα συμφέροντα θίγονται από αυτή την τροπή της ιστορίας. Στην περίπτωση ωστόσο που κάτι τέτοιο κριθεί αναγκαίο μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι θα συνέβαλλε στην παρακμή της δυναμικής μιας τέτοιας κοινωνίας, ενώ οι δομές του αναρχικού συστήματος δε θα είναι πλέον δυνατό να διατηρηθούν. Αλλά και αυτό τον ανασταλτικό παράγοντα θα τον άρουμε οικειοθελώς για να δούμε την ουσία και όχι τη διαδικασία της θεωρίας. Εξάλλου θεωρητικά η αναρχία έρχεται με ομοφωνία και αμεσοδημοκρατία, ας υποθέσουμε λοιπόν ότι έχουν ωριμάσει οι συνθήκες και υπάρχει συνολική αποδοχή ανά τον πλανήτη, οπότε με αυτό τον τρόπο απαλείφουμε και τους εξωτερικούς διώκτες αλλά και τις εσωτερικές αντιπολιτευτικές δυνάμεις, εφόσον δε θα υπάρχουν τέτοιες, γιατί όσο και αν φαίνεται απίστευτο η αναρχία στηρίζει την ύπαρξη της στο γεγονός ότι κανείς δε θα την αμφισβητήσει, ενώ όλοι έχουν την ελευθερία να το κάνουν, και έτσι αυτοαναιρείται. Έχει πολύ μεγάλη πίστη σαν σύστημα στην παιδεία και την αντίληψη των ανθρώπων.
Μετά και από αυτές τις παραδοχές πρέπει να παρατηρήσουμε ότι μέσα στον κρατικό παρεμβατισμό υπόκειται και η κοινωνική πρόνοια που παρέχεται από το κράτος. Αυτό σημαίνει ότι άνθρωποι οι οποίοι θα υστερούν από τους άλλους ή θα αδυνατούν να διεκπεραιώσουν βασικές διεργασίες θα εναποτίθενται στις καλές προθέσεις των συνανθρώπων τους για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν. Θα πρέπει λοιπόν να αισθάνονται υποχρέωση και να βασίζονται στην διακριτική ευχέρια των γειτόνων αφού δε θα υπάρχει ένας θεσμός που να τους εξασφαλίζει, μία δικλείδα ασφαλείας. Αυτή την αδυναμία του συστήματος καλείται πάλι η παιδεία να την καλύψει, έτσι ώστε να μην αισθάνεται άβολα ο αποδέκτης της βοήθειας και να διατηρεί κάποια επίπεδα αυτοεκτίμησης, αλλά και για να αισθάνεται την κοινωνική υποχρέωση ως καθήκον ο πάροχος για να μπορεί να την προσφέρει άκριτα και ανιδιοτελώς. Το κράτος πέρα από ρυθμιστικό παράγοντα μπορεί να εξασφαλίσει ένα κατώτατο επίπεδο διαβίωσης για όλους κάτι το οποίο όμως αποκλείεται με τον φιλελευθερισμό.

Συμπεράσματα
Κατά τη διάρκεια της ανάλυσης μας κάναμε κάποιες παραδοχές για να υπερβούμε κάποια εμπόδια, οι οποίες όμως δεν γνωρίζουμε κατά πόσο θα επαληθευόντουσαν στην πραγματικότητα και παρόλα αυτά πάλι βλέπουμε ότι ένα σοσιαλιστικά φιλελεύθερο σύστημα παρουσιάζει παθογένειες. Αγνοήσαμε πρακτικά προβλήματα όπως η καθολική και ταυτόχρονη εφαρμογή του καθεστώτος, αντιμετώπιση ανθρώπων με εγκληματικές τάσεις ή ψυχολογικά προβλήματα, ενώ θεωρήσαμε ότι όλοι θα έχουν την επιθυμία να ασχοληθούν με όλα τα πεδία της κοινωνίας – διοικητικό, παραγωγικό, κοινωνικό – ή ότι τουλάχιστον δε θα επηρεαζότανε το σύστημα από αυτούς ενσυνείδητα δε θα επιθυμούσαν να απέχουν από κάποιο από αυτά.
Ακόμα κάναμε κάποιες υπαναχωρήσεις από την απόλυτη ελευθερία για να περάσουμε από τη θεωρία στην πράξη όπως ένα ελάχιστο όριο αγαθών αποκλειστικής χρήσης για τον καθένα, προκειμένου να συμφωνεί με τη φύση του ανθρώπου, καταμερισμό των εργασιών που θα είναι ανεπιθύμητες και επιφόρτιση σε όλους, περιορισμό της ατομικής ελευθερίας στα πλαίσια της ελευθερίας της ομάδας, όπου και θεωρήσαμε την αναλογική πλειοψηφία ικανή για τη λήψη μιας απόφασης – μια διαφωνία η οποία θα οδηγούσε σε απόσχιση, αντί για σχετικό περιορισμό της ελευθερίας των διαφωνούντων, σε μια γραμμή παραγωγής θα αποτελούσε κατασπατάληση των πόρων της κοινωνίας θα οδηγούσε στον περαιτέρω περιορισμό των διαφορετικών αγαθών και θα ήταν πρακτικά αδύνατη – ενώ δεχόμαστε ότι οι γονείς, οι δάσκαλοι και το περιβάλλον θα διαμορφώσουν την προσωπικότητα ενός παιδιού παρά τη θέληση του περιορίζοντας την ελευθερία του.
Παρόλα αυτά παρατηρήσαμε ότι η θεωρία του αναρχισμού είναι αναποτελεσματική στην παραγωγή αγαθών, φρενάρει την ανάπτυξη και την πρόοδο, περιορίζει δραστικά τις επιλογές όσον αφορά τα αγαθά για τα μέλη της κοινωνίας ενώ δεν είναι ανταποδοτική. Δεν προσφέρει ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων, διασπά τη συνοχή, επιβάλλει κατώτερο βιοτικό επίπεδο, ενώ εκφυλίζεται όσον αφορά τη διοίκηση σε ένα σύστημα όπου επιβάλλονται αυτοί που έχουν την επιθυμία και την ικανότητα να πείσουν. Αυτές είναι οι παθογένειες του συστήματος μιας αναρχικής κοινωνίας χωρίς φυσικά να συμπεριλάβουμε και αυτές τις οποίες δεν είναι δυνατόν να κατανοήσουμε εκ των προτέρων και ενδέχεται να εμφανιστούν κατά τυχόν εφαρμογή του.
Η κωλυσιεργία στην λήψη αποφάσεων και το διάστημα από συνέλευση σε συνέλευση προτρέπουν τον καθένα να ερμηνεύσει όπως νομίζει λόγια και προθέσεις και να διαμορφώσει μια τάση. Αυτό όταν γενικεύεται φέρνει διάσπαση, δεν οδηγεί σε συμβιβασμούς, οπότε χάνεται η συνοχή. Είναι πολύ δύσκολο δύο διαφορετικοί άνθρωποι να συμφωνούν σε όλα οπότε απαιτείται εκ των πραγμάτων συμβιβασμός σε κάποια βάση για την συνύπαρξη. Μικρογραφία της αναρχικής κοινωνίας αποτελεί και ο Asterix με τους Γαλάτες όπου διαγράφονται οι ποικίλες τάσεις, η αποδιοργάνωση, οι συνεχείς διενέξεις και το μόνο που τους κρατά δεμένους και τους συνασπίζει είναι ο κοινός εχθρός, η απώλεια της ελευθερίας.
Η πρόοδος και ο εκσυγχρονισμός λύνουν προβλήματα δημιουργώντας άλλα, αυτό όμως δε σημαίνει ότι δε βελτιώνουν στο σύνολο του το βιοτικό επίπεδο όταν δε γίνεται αλόγιστη χρήση. Πολλά από τα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα, που δείχνουν μη αναστρέψιμα μπορούν να βρουν λύση μόνο μέσα από την πρόοδο της επιστήμης, της βασικής έρευνας αλλά και τις εφαρμογές της. Δε μπορούμε να κατηγορήσουμε την πρόοδο και την εξέλιξη για τα προβλήματα που εμφανίζονται, γιατί δεν έχει να κάνει με τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται αλλά με αυτούς που τα χρησιμοποιούν και το σκοπό τους, οπότε πάλι βλέπουμε ότι καταλήγουμε σε έλλειψη αξιών και παιδείας. Δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι η ανακάλυψη και είναι στη φύση του ανθρώπου. Δεν τον οδηγούν εκεί οι βασικές του ανάγκες αλλά η επιθυμία του πηγάζει από εσωτερικές δυνάμεις, τις οποίες οφείλουμε να εκπληρώσουμε για να φτάσουμε στην αυτοπραγμάτωση.
Βλέπουμε ότι η αναρχία βασίζεται εξ ολοκλήρου σε σταθερές και ακλόνητες βάσεις παιδείας και αξιών που αντικαθιστούν τις αρχές. Οι αξίες σαφώς και είναι βαθύτερες από τις αρχές αλλά δεν λειτουργούν απαγορευτικά για αυτές. Ο καταναλωτισμός και η σωστή επιλογή ενασχόλησης είναι παθογένειες που αντιμετωπίζονται από τη σωστή παιδεία και βελτιώνουν το βιοτικό επίπεδο, αλλά αυτό συμβαίνει σε οποιοδήποτε πολιτικό πλαίσιο, απλά η αναρχία το έχει ως προαπαιτούμενο, γιατί χωρίς αυτό δεν υφίσταται. Από την άλλη αν καταργήσουμε τις αρχές και οι αξίες εκφυλιστούν τότε δεν υπάρχει πια κρατική πρόνοια, δεν υπάρχει πια δίχτυ ασφαλείας και απειλούμαστε με χάος. Ποια πρέπει να είναι η ανοχή από την κοινωνία για αυτούς που δεν έχουν ακόμα ριζωμένες τις αξίες; Ποια πρέπει να είναι η ανοχή του δασκάλου με το μαθητή μέχρι να μάθει, θεωρώντας πάλι υπαναχωρήσεις στην ελευθερία του δασκάλου και των συμμαθητών;
Δε φαντάζει απίθανο, τουλάχιστον όχι για κάποιον που έχει ζήσει στην Ελλάδα, μια κοινωνία που θα λειτουργεί με όρους μονιμότητας και εφησυχασμού στις εργασιακές σχέσεις, να καταλήξει να ‘’λειτουργεί’’ ‘όπως το ελληνικό δημόσιο. Ποιο είναι το ενδιαφέρον για τους επαγγελματίες ποδοσφαιριστές ένα παιχνίδι χωρίς βαθμολογικό ενδιαφέρον, ακόμα και αν αγαπάνε όσο τίποτα άλλο να παίζουν ποδόσφαιρο; Η έλλειψη ανταποδοτικότητας βγάζει σε μεγάλο βαθμό το κίνητρο από την εξίσωση, και είναι λίγοι οι ερασιτέχνες οι οποίοι απλά είναι εραστές της τέχνης τους.
Πόσο εύκολο είναι πλέον μετά τη δεύτερη βιομηχανική επανάσταση, στην εποχή της πληροφορίας και της γνώσης να μιλήσουμε για κοινοκτημοσύνη στα αγαθά; Πως ορίζεται αν κάποιος παράγει όταν η εργασία του είναι νοητική, πόσο μάλλον όταν αυτό το προϊόν του δεν αποδεικνύει άμεσα τη χρησιμότητα του; Ποια θα είναι η ανοχή της κοινωνίας για κάποιον που δε φαίνεται ότι παράγει;
Καλή τη πίστη έχουμε δει μικρές κοινωνίες να ζουν με τις αρχές του κλασικού φιλελευθερισμού αλλά αυτό δε σημαίνει πως είναι σημείο αναφοράς για να κρίνουμε την θεωρία στην πράξη, αφού είναι σε τόσο μικρή κλίμακα, πραγματεύονται μόνο μέρος από τα προβλήματα, ενώ έχουν μπει και οι ίδιες στον ανταγωνισμό να αποδείξουν ότι είναι βιώσιμες αισθανόμενες την απειλή του καπιταλισμού. Σε ένα παγιωμένο αναρχικό καθεστώς όμως που θα έχει έρθει ο εφησυχασμός τα συμπεράσματα που βγάζουμε δε θα έχουν πλέον εφαρμογή. Δεν πρέπει να υποτιμάμαι την αρχή του ελαχίστου κόστους που έχουν υιοθετήσει πολλοί άνθρωποι. Το να είσαι απόλυτα ελεύθερος σημαίνει ότι πρέπει να κάνεις επιλογές, κάτι που ενέχει πολύ κόπο, που δεν είναι όλοι διατεθειμένοι να επενδύσουν, έτσι προτιμάνε να καθοδηγούνται. Η ελευθερία σημαίνει ότι έχεις την επιλογή να κάνεις ότι επιθυμείς, αλλά από τη στιγμή που κάνεις μια επιλογή, συνειδητά περιορίζεις την ελευθερία σου αποκλείοντας τις άλλες επιλογές.
Η αναρχία είναι ο χριστιανισμός γυμνός από τον καταναγκασμό του φόβου του Θεού, χωρίς την ανταποδοτικότητα του παραδείσου και χωρίς τον μεγάλο μάρτυρα που επιβάλει με την παρουσία του. Και παρόλο τις κοινές τους αξίες τον αποτάσσουν γιατί αποτελεί εξαναγκασμό. Ο χριστιανισμός όμως έχει μεγαλύτερη αποδοχή αποδεικνύοντας ότι ο άνθρωπος έχει μάθει να βολεύεται όταν τον καθοδηγούν και φοβάται να είναι ελεύθερος.
Ο αναρχισμός δίνει το φάρμακο στις παθογένειες και τους μεγάλους προβληματισμούς του μέσου ανθρώπου, την ανασφάλεια, την ανεργία, τον ανταγωνισμό, την εξουθένωση, αλλά φέρνει καινούριες παθήσεις στην κοινωνία όπως τη στασιμότητα, την ανία και την έλλειψη κινητήριας δύναμης. Η λύση του προβλήματος δεν είναι στα άκρα αλλά στη χρυσή τομή. Η λύση πρέπει να βρίσκεται κάπου ενδιάμεσα και είναι διαφορετική για τον καθένα. Μια κοινωνία λοιπόν οφείλει να βρει μια ισορροπία μεταξύ φιλελευθερισμού και παρεμβατικότητας σε έναν μερικό κρατικό έλεγχο ο οποίος θα δίνει τα εχέγγυα, αξίες και παιδεία, σε όλους να κάνουν τις δικές τους επιλογές και να χτίσουν το μέλλον τους όπως το επιθυμούν. Όπως έλεγε και ο Μπακούνιν ένας αναρχικός είναι πρώτα σοσιαλιστής, μεταξύ των δύο άκρων του σοσιαλισμού, τον κομμουνισμό και την αναρχία η λύση πρέπει να βρίσκεται στο ενδιάμεσο.
Θα ήταν το ιδανικό να μην χρειάζεται οι αρχές να επεμβαίνουν με κανένα τρόπο, αλλά θα πρέπει να επεμβαίνουν για όσο χρειάζεται. Είναι το ιδανικό να αντικαταστήσουμε τις αρχές με κάτι βαθύτερο όπως οι αξίες, την ελευθερία, την ισότητα και την αδελφοσύνη, αλλά αυτές δεν καθορίζονται από το πολιτικό πλαίσιο, αλλά υπάρχουν για να καθορίζουν το όποιο πολιτικό πλαίσιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Contact me

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *