Δημοφιλείς αναρτήσεις

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Ελληνικό Πανεπιστήμιο

Από μικροί γοητευόμαστε από το αδύνατο. Μας συνεπαίρνουν οι υπερήρωες, τα μαγικά, οι υπερβάσεις. Μεγαλώνοντας όμως εκπαιδευόμαστε στο «τι ισχύει» και περιοριζόμαστε στην εκάστοτε πραγματικότητα. Το αποκαλούμε ρεαλισμό. Κάπως έτσι, το τέλος των μαθητικών μας χρόνων μας βρίσκει στη μέγγενη των πανελλαδικών εξετάσεων, να στριμωχνόμαστε για μια από τις περιορισμένες θέσεις της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που θα μας εντάξει στο στίβο της επαγγελματικής αποκατάστασης. Αυτό επιτάσσουν ο ρεαλισμός και η σημερινή πραγματικότητα. Αποδεχόμενοι αυτή την κομποστοποίηση, μη γνωρίζοντας άλλη διέξοδο, τρέχουμε να καταξιωθούμε κερδίζοντας μια θέση όσο το δυνατόν ψηλότερα στην κατάταξη που διαμορφώνουν οι βάσεις εισαγωγής. Κάποιοι καταλήγουν να φοιτούν σε μια σχολή της οποίας το αντικείμενο αγνοούν, άλλοι ελπίζουν ότι θα αποκατασταθούν επαγγελματικά, ανεξαρτήτως με το εάν το πτυχίο είναι του ενδιαφέροντος τους ή έχει αντίκρισμα στην αγορά εργασίας, ενώ υπάρχουν και αυτοί που επιλέγουν πανεπιστήμιο βάση εντοπιότητας και όχι γνωστικού πεδίου. Αυτοί ανήκουν στους «επιτυχόντες», ωστόσο υπάρχει και 1 στους 3 που δεν ανήκει εκεί και δεσμεύεται να ξαναδώσει υπό το φόβο του εργασιακού αποκλεισμού.

Τα παιδιά που γοητεύονταν από το αδύνατο, τα βρίσκουμε τώρα να μπαίνουν εξουθενωμένα στις σχολές και να παραδίδονται σε μια χαλαρή φοιτητική ζωή, παγιδευμένα στη μέρα της μαρμότας, αυτοσκοπός ήταν η εισαγωγή και όχι οι σπουδές. Λιμνάζοντες φοιτητές θεωρούν κεκτημένο δικαίωμα να πάρουν πτυχίο αφού ήταν στους «επιτυχόντες» ενώ η πλειοψηφία των φοιτητών επικαλείται τα απαρχαιωμένα συγγράμματα, τα επαναλαμβανόμενα θέματα των εξετάσεων ή τις κλειστές σχολές για να απέχει από την ακαδημαϊκή διαδικασία. Η ουσία των σπουδών όμως δεν έχει να κάνει με τίποτα από όλα αυτά. Στέκεται αδιάφορη στην αποστήθιση και αναπαραγωγή γνώσεων, στις έτοιμες εργασίες, στα σκονάκια, στις καταλήψεις. Η ανώτατη εκπαίδευση είναι δημιουργία και προσωπική έκφραση· στέκεται ένα επίπεδο επάνω από την στείρα εκμάθηση. Το πανεπιστήμιο παρέχει ένα ελεύθερο πεδίο πληροφόρησης και τεχνογνωσίας, δίνει την ευκαιρία να βάλεις το αδύνατο και αυτό δεν περιορίζεται από τίποτα πέρα από τη βούληση του καθενός ξεχωριστά. Αυτοσκοπός της φοίτησης είναι ο εμπλουτισμός των δεξιοτήτων στο γνωστικό αντικείμενο που θέλεις να εξασκείς για την υπόλοιπη ζωή σου. Αυτό είναι που θα αξιολογηθεί και αργότερα για την επαγγελματική σου αποκατάσταση. Το πτυχίο δεν είναι παρά μια πιστοποίηση επιδόσεων σε συγκεκριμένες δοκιμασίες. Το επιστέγασμα όμως των πανεπιστημιακών σπουδών είναι η οπτική και το έργο που θα έχεις να παρουσιάσεις μετά το πέρας τους.

Είναι καλά δηλαδή τα ελληνικά πανεπιστήμια; Ναι, είναι μια χαρά! Η νοοτροπία μας είναι αυτή που χωλαίνει· το κριτήριο που τα επιλέγουμε, η στάση της φοίτηση που καλλιεργούμε και οι προσδοκίες μας. Απόδειξη, οι δημοσιεύσεις στα καλύτερα διεθνή επιστημονικά περιοδικά και οι διακρίσεις σε διαγωνισμούς που καταφέρνουν φοιτητές των δικών μας απαξιωμένων πανεπιστημίων συναγωνιζόμενοι τα πιο καταξιωμένα ιδρύματα του κόσμου. Όσοι μπορούν ψάχνουν καταφύγιο σε μια διαφορετική πραγματικότητα, σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, και δε μπορώ παρά να κατανοήσω όσους επιλέγουν να ακολουθήσουν καθηγητές ή εργαστήρια τα οποία είναι μοναδικά στο αντικείμενο τους· πρόκειται για ένα κυνήγι προσωπικής ολοκλήρωσης. Αυτό που με ξενίζει, είναι η μερίδα των φοιτητών που φεύγει γιατί προτιμά να της επιβληθεί μια διαφορετική νοοτροπία που θα μπορούσε ανέξοδα να υιοθετήσει οικειοθελώς και στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Ίσως να είναι στη φύση μας και να μη μπορούμε να αλλάξουμε κάτι εκτός και αν μας επιβληθεί. Το πανεπιστήμιο είναι η μικρογραφία της κοινωνίας, όπως μας αρέσει να λέμε. Έτσι λοιπόν το πανεπιστήμιο, όπως και η κοινωνία, αποτελεί μια μέση έκφραση αυτών που την απαρτίζουν. Ας εξαντλήσουμε αυτά που έχει να δώσει και ας διεκδικήσουμε παραπάνω εξωθώντας το να γίνει καλύτερο. Ας γίνουμε πιο απαιτητικοί.

Η Ελλάδα του σήμερα ζυγίζει το μέλλον μέσα από δημοσιονομικούς δείκτες αγνοώντας τον αντίκτυπο των αριθμών αυτών. Βασίζει την ανάπτυξη σε ποσοτικά μεγέθη, παραγνωρίζοντας ότι εκεί κρύβεται και μια ποιοτική παράμετρος που πρέπει να συνηγορεί για την πραγμάτωση του επιθυμητού αποτελέσματος. Δε δίνει το βάρος που αναλογεί στην παιδεία, τη μόνη που μπορεί να μετουσιώσει την ανάπτυξη σε προστιθέμενη αξία. Αν δεν χτίσουμε το κατάλληλο δυναμικό που θα εκμεταλλευτεί τους ποσοτικούς όρους της ανάπτυξης, αν δεν επενδύσουμε στη βασική έρευνα, δεν προωθήσουμε την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα, θα μείνουμε να κοιτάμε απορημένοι όταν τα νούμερα θα διαψευστούν. Πασχίζουμε να εξασφαλίσουμε τα καύσιμα αλλά δεν προνοούμε για αυτοκίνητο. Έτσι θα τραβήξουν το κάρο οι λίγοι που από επιλογή βρίσκουν χώρο έκφρασης εντός των τειχών.

Μόνο εκ του αποτελέσματος μπορούμε να κρίνουμε τα πεπραγμένα, κοιτώντας από το μέλλον προς τα πίσω, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το μέλλον θα διαμορφωθεί από αυτά που θα κάνουμε ή θα παραλείψουμε εμείς σήμερα.

Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

Το προσκλητήριο

Στέκομαι δίπλα στην κουπαστή· λεπτές ηλιαχτίδες μού χαϊδεύουν απαλά το πρόσωπο και έχω αφεθεί στο τραμπάλισμα των κυμάτων που με νανουρίζει. Δεν έχω πολλές αναμνήσεις από τη θάλασσα και ίσως γι’ αυτό να με γοητεύει τόσο πολύ. Είναι και το προσκλητήριο, ο σκοπός, ο γάμος που προσθέτει ένα ωραίο περιτύλιγμα σε τούτη την εξόρμηση. Το καΐκι σύντομα θα πιάσει λιμάνι· θα αναγκαστώ να βγω από αυτόν τον εσωτερικό μονόλογο και το πραγματικό ταξίδι θα ξεκινήσει. Ένας γδούπος και χτυπάμε με τα πλαϊνά στην τσιμεντένια προβλήτα. Ο καπετάνιος πηδάει έξω και περνάει γρήγορα τη θηλιά στον κάβο. Τραβάει το σκοινί για να φέρει την πρύμνη πιο κοντά στη στεριά και τείνει το χέρι να με βοηθήσει να κατέβω.

Δίνω ένα σάλτο και βρίσκομαι με το σακίδιο στον ώμο να παίρνω το δρόμο δίπλα απ’ το μεγάλο πλάτανο προς το εκκλησάκι. Ακολουθώ πιστά τις οδηγίες στο προσκλητήριο: Πάρε μια αλλαξιά ρούχα, να προλάβεις το πρωινό καΐκι για το νησί, μόλις φτάσεις θα μας βρεις στο εκκλησάκι, το βράδυ παντρευόμαστε! Αυτό το πέπλο μυστηρίου γύρω από το προσκλητήριο αλλά και η προσδοκία για το γάμο με είχαν συνεπάρει τόσο που σάστισα όταν άκουσα εκείνη τη στριγγιά φωνή: «Καλημέρα παλικάρι, τι ‘σαι συ; Καινούριοι λιμενοφυλάκοι;» Ένας γέρος καθόταν με την πλάτη ακουμπισμένη στο πεζούλι, τα χέρια του έπεφταν σταυρωτά απάνω στην γκλίτσα που στήριζε ανάμεσα στα πόδια και στα ολόμαυρα μάτια του ήταν έκδηλη μια αγωνία. «Όχι» αποκρίθηκα «περαστικός είμαι.» Και είδα μεμιάς την αδιαφορία να ζωγραφίζεται φαρδιά πλατιά στο πρόσωπο του. Έκλεισε τα μάτια και καμία σημασία δεν είχε πλέον η ύπαρξη μου. Συνέχισα το δρόμο και κανείς δε γύρισε να με κοιτάξει· σα να ήξεραν πια όλοι ότι είμαι περαστικός.

Βγήκα στον ανήφορο και είδα στο τέρμα του μονοπατιού το εκκλησάκι σκαρφαλωμένο στα γκρεμνά του βράχου να στέκει αγέρωχο και ταλαιπωρημένο. Ο μαντρότοιχος γύρω του είχε υποχωρήσει σε μερικά σημεία, ο περίβολος φαινόταν παρατημένος και μεγάλες σταχτιές στάμπες ξεχώριζαν από μακριά να λεκιάζουν τους άσπρους τοίχους. Ασυναίσθητα άρχισε να τσαλακώνεται μέσα μου η ωραία εικόνα με το ειδυλλιακό παρεκκλήσι και το γάμο κάτω από τον καλοκαιρινό ουρανό· στρεβλώνεται για να χωρέσει σε κάτι λιγότερο θελκτικό, όπως και κάθε τι όταν περνά από τη σφαίρα της φαντασίας στο πραγματικό. Στην καγκελόπορτα στέκονται καρτερικά οι μελλόνυμφοι. Μια σφιχτή αγκαλιά, ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη και εκείνο το πλατύ χαμόγελο που θυμόμουν είναι εκεί. «Είσαι έτοιμος κουμπαρούλη; Μας περιμένει πολύ δουλειά!». Και όλα έγιναν ξεκάθαρα πια. Οι ταβανόβουρτσες που ήταν ακουμπισμένες στο πλάι, ο κουβάς, η σκάφη, ο ασβέστης, η σκάλα.

Πήρα τον κουβά και κατηφόρισα προς τη βρύση να φέρω νερό. Όταν γύρισα η νύφη είχε αρχίσει να τρίβει τον περίβολο, ο γαμπρός είχε ανοίξει τα σακιά με τον ασβέστη ενώ ένα πιτσιρίκι έτρεχε ξωπίσω μου κλωτσώντας νεράντζια και χασκογελώντας. Άδειασα το νερό στη σκάφη και κίνησα πάλι για τη βρύση.  Ξάφνου σταμάτησε μπροστά μου ο μπόμπιρας με τα ματωμένα γόνατα και μου έριξε ένα βλέμμα γεμάτο αθωότητα· με καθήλωσε. Μου πήρε τον κουβά από το χέρι και γυρίζοντας την πλάτη φώναξε: «Πάω να φέρω νερό.» και χάθηκε χοροπηδώντας στον κατήφορο. Τα παπούτσια τού ήταν μεγάλα και είχε σφίξει γερά τα κορδόνια. Τα χέρια και τα πόδια του ήταν κατάμαυρα από το χώμα και το χαμόγελο του έφτανε μέχρι τα αυτιά. Δεν άργησε να επιστρέψει και μαζί του έφερε άλλον ένα πιτσιρικά. Το νερό στον κουβά ήταν λιγοστό, το περισσότερο είχε χυθεί στο δρόμο, αλλά δεν είχε σημασία, γι’ αυτούς ήταν ένα παιχνίδι. Οι διαδρομές προς τη βρύση όλο και πλήθαιναν όπως και οι πιτσιρικάδες που επέστρεφαν. Μαζέψαμε πέτρες και οι μικροί αρχίσανε να τις βουτάνε στον ασβέστη για να στήσουμε πάλι το μαντρότοιχο. Ο περίβολος είχε συμμαζευτεί κάπως και έμενε να ρίξουμε νερό και να τρίψουμε το τσιμέντο όταν τελειώσουμε. Πιάσαμε τις ταβανόβουρτσες και αρχίσαμε να ασπρίζουμε τους τοίχους της εκκλησίας. Έπρεπε να την ασπρίσουμε ολόκληρη!

Χωρίς να το καταλάβουμε μας έπιασε το μεσημέρι, η κάψα του καλοκαιριού μάς επέβαλε ένα μικρό διάλλειμα και οι πιτσιρικάδες τρέξανε σπίτι για το μεσημεριανό φαγητό. Καθόμασταν κάτω από το υπόστεγο, στην παχιά σκιά, όταν είδαμε να πλησιάζει μια νοικοκυρά με ένα δίσκο. Ήρθε, απίθωσε μπροστά μας τρία πιάτα με λαχταριστό γιουβέτσι και μισή φραντζόλα ψωμί. Φαινόταν τόσο προσήνεια. Μας είπε ότι κάματος χωρίς φαΐ είναι αμαρτία και έφυγε. Ξαποστάσαμε λίγο και πιάσαμε πάλι τον ασβέστη. Σκαρφάλωσα στη σκάλα, τεντωνόμουν να πασαλείψω το καμπαναριό όταν είδα από κει ψηλά ολόκληρη πομπή να ξεδιπλώνεται μπροστά μου σαν το φίδι. Οι νοικοκυρές έκαναν σειρά και ανηφόριζαν με μια γλάστρα, ένα κέρασμα ή ένα φυλαχτό στο χέρι, το άφηναν στο μαντρότοιχο και έφευγαν· έτσι χωρίς λόγια, σα να αποδίδανε τιμές, τα δώρα του γάμου· και αναπάντεχα όλο αυτό μου προκάλεσε ευφορία, μια εκστατική ηδονή. Ακούμπησα την πλάτη στον τοίχο και άφησα αυτή την αίσθηση να εντυπωθεί βαθιά μέσα μου, να μην την ξεχάσω.

Αντικριστά μου ο ήλιος· κεχριμπάρι που βυθίζεται στον ορίζοντα. Έχει πια σουρουπώσει.

Ο μεγαλύτερος όγκος δουλειάς έχει τελειώσει. Βάλαμε μια γλάστρα βασιλικό μπροστά από μια τρύπα του μαντρότοιχου που δεν μπαλώσαμε και καθαρίσαμε τα υπολείμματα ασβέστη από τον περίβολο. Η ικανοποίηση και η υπερένταση υπερνικούν την κούραση μας. Τα ρούχα μας είναι τσαλακωμένα και λερωμένα αλλά αυτό δε μας ενοχλεί καθόλου, το αντίθετο, είμαστε κάπως περήφανοι για αυτά. Το παρεκκλήσι δεν είναι όπως το φανταζόμουν αλλά έγινε όπως εμείς το φτιάξαμε και αυτό με γεμίζει περισσότερο. Φτάνει πρώτος ο παπάς και πίσω του σέρνει ολάκερο το χωριό. Στους ώμους μου νοιώθω ένα πανωφόρι να κρύβει το λερωμένο μου πουκάμισο. Γυρνάω και βλέπω τα ολόμαυρα μάτια του γέρου, μόνο που τώρα είναι γεμάτα συγκατάνευση. Στο βάθος θα αρχίσουν σε λίγο να ακούγονται μουσικές. Το πρωί δεν είναι μακριά.


Αυτό είναι το προσκλητήριο, αυτός και ο σκοπός· το όμορφο περιτύλιγμα που κάνει θελκτικό το ταξίδι. Μα είμαστε περαστικοί και τώρα θα φύγουμε. Ήρθαμε για να πάρουμε αλλά και δώσαμε. Το λιθαράκι που βάλαμε θα παραμείνει για αυτούς που στέκουν πίσω αλλά και τους άλλους που θα ‘ρθουν. Όσο για μας; Εμείς φτιάξαμε μια τέλεια στιγμή και αυτό είναι αρκετό. Αυτό ήταν το προσκλητήριο, αυτό και το ταξίδι.

Contact me

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *