Είναι γενικά αποδεκτό ότι στον άνθρωπο αρέσει η αίσθηση της ελευθερίας και το αίσθημα του αυτό υποθέτει ότι συμμερίζονται και οι υπόλοιποι ζωντανοί οργανισμοί. Η έννοια της ελευθερίας όμως αποκτά νόημα και έχει υπόσταση μόνο μέσα σε πλαίσια, κάτι που οριοθετεί, περιορίζει και επομένως αναιρεί την έννοια της απόλυτης ελευθερίας. Ένας άνθρωπος πάντα θα περιορίζεται από την ανθρώπινη φύση του, οι δυνατότητες του οριοθετούνται από τους νόμους του φυσικού του περιβάλλοντος, ενώ υπόκειται και εξαρτάται από τις ανάγκες του. Στο πλαίσιο μιας κοινωνίας μπορείς να είσαι ελεύθερος μέχρι εκεί που σε αφήνουν οι νόμοι, η θρησκεία, οι κανόνες συμπεριφοράς, η γλώσσα, η κυβερνητική εξουσία, οι προκαταλήψεις, η μόδα και τα κοινωνικά πρότυπα. Η ελευθερία λόγου, πάντοτε θα χρησιμοποιεί έννοιες, εκφράσεις, λέξεις και νοήματα που υπάρχουν στο πεδίο της γλώσσας και θα περιορίζεται από αυτά, αν έχει σαν στόχο την επικοινωνία, ενώ το πεδίο με τους περισσότερους βαθμούς ελευθερίας θα παραμένει το πεδίο της σκέψης.
Στην πάροδο του χρόνου είναι δεκάδες τα φιλοσοφικά ρεύματα τα οποία έχουν αναγνωρίσει τις αγκυλώσεις που έχουμε και μας κρατάνε μακριά από την ελευθερία, όπως οι στωικοί, οι υπαρξιστές, με κύριους εκπροσώπους τον Νίτσε, τον Σαρτρ, την Σιμόν ντε Μπωβουάρ, αλλά και ο εύστοχος Καζαντζάκης με το περίφημο «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβάμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος». Βλέπουμε λοιπόν ότι υπάρχει μια προσπάθεια να διαμορφωθεί μια τάση προς την ελαχιστοποίηση και τον συγκερασμό των περιορισμών αυτών. Η έννοια που αποτυπώνει την μετάβαση από καταστάσεις μικρότερης σε καταστάσεις μεγαλύτερης ελευθερίας είναι ο φιλελευθερισμός, ενώ ο όρος αυτός από μόνος του ενέχει το ανικανοποίητο του τελικού στόχου∙ την απόλυτη ελευθερία. Εδώ βέβαια οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι ο φιλελευθερισμός κινδυνεύει να μετατραπεί σε ασυδοσία όταν δεν θεμελιώνεται πάνω σε αξίες, όπως ο ανθρωπισμός, η δικαιοσύνη και η ισότητα. Οι αξίες αυτές είναι που μετατρέπουν το σύνολο σε ομάδα, που προσδίδουν τη δομή, που κάνουν τα τούβλα σπίτι. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι και στον φιλελευθερισμό υπάρχουν περιορισμοί, οι οποίοι όμως προκύπτουν από επιλογή, βάση παιδείας, και όχι καταναγκασμό. Περιοριζόμαστε λοιπόν από το αίσθημα ευθύνης, ενώ οι κανόνες θα έπρεπε να συμπληρώνουν το έλλειμμα παιδείας, μετουσιώνοντας αυτά που επιτάσσουν οι αξίες. Έχουμε λοιπόν από τη μία τις αξίες που πηγάζουν από την παιδεία και στοχεύουν σε σωστές επιλογές και από την άλλη τις αρχές που πηγάζουν από την κοινωνία και αποσκοπούν στον έλεγχο και την καθοδήγηση. Βλέπουμε λοιπόν ότι και η επιλογή είναι περιοριστικός παράγοντας της ελευθερίας, εφόσον τη στιγμή που επιλέγουμε πραγματικά να ακολουθήσουμε κάποιο από τα ασυμβίβαστα ενδεχόμενα μας, σταματάμε να έχουμε την ελευθερία να ακολουθήσουμε τα υπόλοιπα. Από αυτό λοιπόν προκύπτει ότι ο περιορισμός της ελευθερίας δεν είναι πάντα κακός, εφόσον οι επιλογές είναι απαραίτητες, αλλά και ότι δεν έχει νόημα σαν έννοια η ελευθερία αν δεν την μεταφέρουμε ένα επίπεδο πίσω και δεν την περιορίσουμε σε ελευθερία επιλογής.
Όταν λοιπόν αρχικά αναφερθήκαμε στην αίσθηση της ελευθερίας, την οποία επιθυμεί από τη φύση του ο άνθρωπος, μιλούσαμε ουσιαστικά για την ελευθερία επιλογής, από την έλλειψη της οποίας προκύπτει και ένα αίσθημα κλειστοφοβίας. Η επιλογή όμως ενέχει κόστος, εφόσον προαπαιτεί συνυπολογισμό πολλών παραμέτρων, στάθμιση παραγόντων και πρόβλεψη συνεπειών, ενώ επιφορτίζει και με την ευθύνη των πράξεων ή της αδράνειας που προκύπτουν από την επιλογή αυτή. Αυτός είναι ο λόγος όπου επικαλεστήκαμε την αίσθηση ελευθερίας, γιατί η ανάγκη του ανθρώπου είναι να πιστεύει πως μπορεί να επιλέξει, έστω και αν έχει επιφορτίσει άλλους για τις επιλογές του. Από το κόστος των επιλογών προκύπτει και το γεγονός ότι ευφυείς άνθρωποι επικροτούν τον προσωπικό τους φιλελευθερισμό, είτε στα πλαίσια ενός γενικότερου φιλελευθερισμού, είτε στα πλαίσια μιας πεφωτισμένης καθοδήγησης όπου αυτοί θα φέρουν το φορτίο των επιλογών, γιατί το κόστος είναι μικρότερο για αυτούς και απολαμβάνουν την ουσιαστική ελευθερία επιλογής.
Είναι κοινή αστοχία πολλών από την άλλη να μπερδεύουν την ελευθερία επιλογής με την ελεύθερη βούληση. Η ελευθερία επιλογής είναι όταν διαφορετικές συνθήκες μπορούν να οδηγήσουν σε διαφορετικό αποτέλεσμα, έτσι ώστε να εκφράζεται η διαφορετικότητα του καθενός, ώστε διαφορετικά άτομα σε δεδομένες καταστάσεις, ή το ίδιο άτομο σε διαφορετικές, να μπορούν να κάνουν διαφορετικές επιλογές. Η ελεύθερη βούληση όμως έχει να κάνει με την ύπαρξη ή όχι αιτιοκρατίας. Ο ντετερμινιστικός χαρακτήρας του περιβάλλοντος, βάση του οποίου κάτω από την επίδραση των ίδιων συνθηκών θα γίνονται πάντα οι ίδιες επιλογές, οδηγεί στο προδιαγεγραμμένο των πραγμάτων και αναιρεί την ελεύθερη βούληση. Ακολουθώντας μια συστημική προσέγγιση, μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε ότι σε ένα κλειστό σύστημα, ένα σύστημα το οποίο δεν αλληλεπιδρά με τίποτα εκτός των ορίων του, στο οποίο γνωρίζουμε όλες τις παραμέτρους, όλες τις δυνάμεις που δρουν, κάνοντας τους κατάλληλους υπολογισμούς μπορούμε να προβλέψουμε την κατάσταση στην οποία θα έρθει, και ανατροφοδοτώντας την κατάσταση αυτή στην είσοδο μπορούμε να προβλέψουμε και την επόμενη επ’ άπειρο ή μέχρι την καταστροφή του συστήματος. Αν λοιπόν θεωρήσουμε τον άνθρωπο και όλους τους παράγοντες που διαμορφώνουν τις αποφάσεις του ως ένα κλειστό σύστημα, οδηγούμαστε μαθηματικά στο ότι όταν οι παράγοντες αυτοί θα είναι δεδομένοι, θα προκύπτουν δεδομένες επιλογές. Οπότε αν υπήρχε μια μονάδα που θα είχε όλη τη γνώση, όλα τα δεδομένα και την υπολογιστική ικανότητα να τα διαχειριστεί θα απέδιδε ως πληροφορία όλες τις μελλοντικές καταστάσεις του συστήματος, αποδεικνύοντας ότι είναι προδιαγεγραμμένες. Ουσιαστικά λοιπόν ο άνθρωπος έχει την ελευθερία της επιλογής, μόνο που οι επιλογές του είναι προκαθορισμένες, βάση των παραγόντων που τις διαμορφώνουν, απλά αυτός δεν το αντιλαμβάνεται.
Οι περισσότεροι αδυνατούν να κατανοήσουν την έλλειψη ελεύθερης βούλησης, αφενός γιατί αντιτίθεται στην έμφυτη ανάγκη τους για ελευθεριότητα και αφετέρου γιατί βλέπουν το αδύνατο του εγχειρήματος της γνώσης όλων των παραμέτρων και τον συνυπολογισμό τους όταν το κλειστό σύστημα είναι το Όλον. Αυτό όμως συνιστά αδυναμία του ανθρώπου να γνωρίζει το μέλλον, αλλά δε στοιχειοθετεί επιχείρημα κατά της προδιαγεγραμμένης πορείας των πραγμάτων. Επειδή εμείς δεν μπορούμε να την γνωρίζουμε δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει. Εδώ πρέπει να κάνουμε το διαχωρισμό της αλήθειας από τη γνώση. Κάτι είναι αλήθεια όταν ισχύει ασχέτως με τη γνώση μας πάνω σε αυτό. Η αλήθεια είναι αντικειμενική και έχει να κάνει με τα γεγονότα, η πραγματικότητα που αντιλαμβάνεται ο καθένας είναι υποκειμενική, αλλά αυτή επηρεάζει μόνο την άποψη του και όχι τα δεδομένα. Ακριβώς λοιπόν επειδή εμείς αδυνατούμε να γνωρίζουμε το μέλλον, το μόνο που μπορούμε είναι να κάνουμε εκτιμήσεις, χρειαζόμαστε την ελευθερία επιλογής, και είμαστε υποχρεωμένοι να επιφορτιστούμε με το κόστος της∙ ειδάλλως θα γνωρίζαμε εκ των προτέρων τις επιλογές και που θα οδηγήσουν.
Είναι λογικό όταν δεν γνωρίζουμε όλες τις παραμέτρους, ή τη συμπεριφορά τους, σε ένα κλειστό σύστημα να μην μπορούμε να προβλέψουμε τις μετέπειτα καταστάσεις του, οπότε κάποιοι λανθασμένα επιλέγουν να αποδώσουν την άγνοια στην ελεύθερη βούληση, όπως συνηθίζεται με την κβαντική φυσική, το χάος και τις εγκεφαλικές λειτουργίες λόγω της σχετικής έλλειψης γνώσης. Κάτι ανάλογο συναντάμε και στην περίπτωση όπου ένα ανοιχτό σύστημα το έχουμε θεωρήσει για κλειστό, αλλά αυτό αλληλεπιδρά με γειτονικά συστήματα, οπότε και υπεισέρχονται παράμετροι που δεν έχουμε υπολογίσει. Σύνηθες παράδειγμα είναι η ερμηνεία μιας πράξης ενός ατόμου βασισμένη μόνο σε φυσικά μεγέθη, όπου θεωρούμε το φυσικό σύστημα ως κλειστό, αγνοώντας τη ψυχική διάθεση, τα ερεθίσματα, τις σκέψεις, τις ανάγκες κλπ που επιδρούν εξίσου, αλλά δεν εμπεριέχονται στο σύστημα αυτό. Τίποτα όμως από όλα αυτά δε μπορεί να στοιχειοθετήσει επιχείρημα κατά της αιτιοκρατίας, γιατί αν πραγματικά δεν ήταν ντετερμινιστικό το περιβάλλον τότε η πειραματική θα είχε καταρριφθεί, θα είχε υπερκεραστεί, εφόσον οι ίδιες συνθήκες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διάφορα αποτελέσματα. Επίσης οι επιστήμες θα είχαν χάσει το νόημα τους, αφού ο σκοπός τους είναι η ανεύρεση των αιτιών πίσω από τα φαινόμενα, είτε πρόκειται για φυσική, είτε πρόκειται για ψυχολογία, είτε για ανθρωπολογία ή ιατρική.
Τέλος είναι τρομερή αστοχία να συνδέουμε την ελεύθερη βούληση με την ύπαρξη των πιθανοτήτων. Οι πιθανότητες δεν είναι φυσικό μέγεθος, είναι μια εφεύρεση του ανθρώπου ακριβώς για να μπορέσει να διαχειριστεί τον αστάθμητο παράγοντα, λόγω ελλιπούς γνώσης. Αν μπορούσαμε να γνωρίζουμε τη θέση από την οποία θα πέσει ένα ζάρι, την γωνία, την ταχύτητα και τις δυνάμεις που δρουν επάνω του, θα ξέραμε και το αποτέλεσμα της ρίψης. Επειδή ακριβώς αδυνατούμε όμως να γνωρίζουμε τις παραμέτρους αυτές θεωρούμε ότι τα ενδεχόμενα, να έρθει ένας εκ των 6 αριθμών, είναι ισοπίθανα, κάτι που φυσικά και δεν ισχύει. Όταν αποδίδουμε λοιπόν πιθανότητες σε ενδεχόμενες επιλογές, δεν είναι γιατί υπάρχει ελευθερία βούλησης, αλλά γιατί εμείς, σαν άνθρωποι, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ολόκληρη την πληροφορία και προσπαθούμε να διαχειριστούμε τον αστάθμητο παράγοντα. Έχουμε εισάγει την έννοια της ελεύθερης βούλησης και της τυχαιότητας για να καλύψουμε την έλλειψη γνώσης που έχουμε εκ φύσεως, ενώ έχουμε εισάγει την έννοια του Θεού για να καλύψουμε την αδυναμία μας, ως μέρος του κλειστού συστήματος, να γνωρίζουμε την αρχή και το τέλος, κάτι που είναι φυσικό και αποδεικνύεται και μαθηματικά, για ισχυρά συστήματα, από το θεώρημα της μη πληρότητας του Gödel. Το μέλλον δεν παύει να είναι ανοικτό και κλειστό συγχρόνως. Προδιαγράφεται μεν αλλά μένει να παιχτεί.
---
Σύνοψη από 2 διαλέξεις στην ελληνική MENSA με θέμα
"Φιλελευθερισμός" & "Ελεύθερη Βούληση"