Κάθεται όρθιος μπροστά από το τραπέζι, βλέπει τα φύλλα να γλιστράνε και να χορεύουν πάνω στην τσόχα, ένας δαιμονιώδης ρυθμός ακούγεται αμυδρά στο πίσω μέρος του μυαλού του, από τις μάρκες που χτυπούν η μία στην άλλη, ενώ κραυγές ανακούφισης και ικανοποίησης σπάνε κάθε τόσο τη μονοτονία.
Μόλις είχε μπει στο Grand Lisboa, με το κασμιρένιο κουστούμι που είχε ράψει στο Hong Kong, και δεν μπορούσε να μην προσέξει το μεγάλο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί πάνω από το τραπέζι του Baccarat. Στο κέντρο του τραπεζιού καθόταν μια λεπτοκαμωμένη ασιάτισσα με ωραίο κόκκινο φόρεμα, ένα χρυσό περιδέραιο με ασορτί δαχτυλίδι, ακριβή ταμπακιέρα κι ένα φινετσάτο και διακριτικό άρωμα, άξια εκπρόσωπος της καλής κοινωνίας του Macau, ενώ πίσω της είχαν μαζευτεί κάμποσοι καιροσκόποι, όλοι τους απέναντι στον dealer. Πόνταρε η κυρία, ακολουθούσανε με μικρότερα πονταρίσματα και οι άλλοι, μοίραζε ο dealer και κέρδιζε το φύλλο της κυρίας διπλασιάζοντας τις μάρκες της αλλά και όσων ποντάρανε σε αυτή, και πάλι από την αρχή. Το ίδιο συνέβαινε ξανά και ξανά προκαλώντας παραλήρημα σε όσους είχαν αρπάξει την ευκαιρία να πολλαπλασιάσουν τα λεφτά τους ακολουθώντας το ποντάρισμα της γοητευτικής ασιάτισσας.
Ο Κώστας καθόταν αμίλητος και παρακολουθούσε μία το τραπέζι και μία τους τεράστιους πολυελαίους που αντανακλούσαν στο μάρμαρο και στις επίχρυσες κολώνες. Ήθελε να κρατηθεί αλλά ένιωθε την ανίκητη επιθυμία να παίξει. Το Baccarat είναι ένα παιχνίδι όπου παίζει ένας παίκτης απέναντι στον dealer και οι υπόλοιποι ποντάρουν σε όποιον από τους δύο πιστεύουν ότι θα κερδίσει. Οπότε οι πιθανότητες νίκης είναι 50%. Τώρα ποια φύλλα κέρδιζαν και ποια όχι ήταν άγνωστο για αυτόν και δύσκολα μπορούσε να καταλάβει παρατηρώντας το τραπέζι. Είχε πάνω του δύο χαρτονομίσματα από 500 δολάρια το καθένα και η φινετσάτη ασιάτισσα συνέχιζε να κερδίζει. Έπεισε τον εαυτό του να αγοράσει μάρκες με το ένα χαρτονόμισμα και αν τελικά αποφάσιζε ότι ήταν ριψοκίνδυνο, να μην παίξει και να τις εξαργυρώσει. Μια σκέψη τριβέλιζε μυαλό του, ότι μπορεί να κερδίσει, ότι μάλλον θα κερδίσει, ότι θα κερδίσει. Έκανε λίγο χώρο μέσα από το πλήθος πλησιάζοντας διστακτικά περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή να χτυπήσει, ενώ ο dealer συνέχισε να χάνει, για αρκετά πονταρίσματα ακόμα. Η σκέψη είχε ωριμάσει μέσα του και είχε αποφασίσει να παίξει. Έτσι κι αλλιώς τι ήταν 500 δολάρια για αυτόν; Δεν ήταν τόσο τα λεφτά όσο το συναίσθημα ανωτερότητας, ότι μπορούσε να αποδειχτεί νικητής. Η όμορφη κυρία έβαλε μια μεγάλη στοίβα με μάρκες στο φύλλο της και αμέσως όλοι γύρω ακολούθησαν με μικρότερα πονταρίσματα. Ήταν η ώρα. Με μια σιγουριά, που αποτυπωνότανε στο βλέμμα του, ο Κώστας πόνταρε όλες του τις μάρκες απέναντι τους και υπέρ του dealer. Όλοι γύρισαν να τον κοιτάξουν. Απορούσαν. Μα δεν βλέπει ότι δε γίνεται να κερδίσει; Ευγενικά ο dealer του δίνει το φύλλο του να το παίξει αυτός και μοιράζει. Πρώτα σ’ αυτόν και μετά στην κυρία. Ο Κώστας μην ξέροντας για τι φύλλο να κοιτάξει ή πιο φύλλο κερδίζει άνοιξε απότομα τα φύλλα του τη στιγμή που οι υπόλοιποι προσπαθούσαν να κρυφοκοιτάξουν. Από την αντίδραση στα πρόσωπα τους κατάλαβε ότι το φύλλο του ήταν καλό. Διέγνωσε μια απαξίωση και μια απογοήτευση από την όμορφη ασιάτισσα στα δεξιά του. Ανασήκωσε τις άκρες από τα φύλλα της και έριξε μια κλεφτή ματιά από κάτω και τότε η απογοήτευση της έγινε πιο έκδηλη. Άνοιξε τα φύλλα της και ένας βαρύς αχός ακούστηκε. Ζήτησε άλλο ένα φύλλο το οποίο άνοιξε εναποθέτοντας τις ελπίδες της. Το πέταξε νευριασμένη, είπε κάτι στα Cantonese, πήρε τις μάρκες της και έφυγε, ενώ ακολούθησαν και οι υπόλοιποι. Ο Κώστας είχε διπλασιάσει τα λεφτά του. Μάζεψε ήρεμα τις μάρκες του και πήγε να εξαργυρώσει. Ήταν τύχη; Ήταν διαίσθηση; Ήταν ευφυΐα; Μήπως καλή γνώση της θεωρίας παιγνίων; Ή μήπως των άγραφων νόμων του τζόγου; Ίσως όλα μαζί.
Έφυγε από το casino, κατευθυνόμενος προς την χερσόνησο του Macau, σκόπευε να πάει να φάει στο εστιατόριο του ξενοδοχείου του. Έτσι κι αλλιώς το Royal Hotel φημιζόταν για την κουζίνα πέντε αστέρων που είχε. Πέρασε τα ερείπια του αγίου Παύλου, διέσχισε την πλατεία με το σιντριβάνι όπου επικρατούσε η πορτογαλική κουλτούρα, έριξε μια ματιά στα κλασσικά κτίρια του 16ου αιώνα με τις πορτοκαλοκίτρινες προσόψεις και χώθηκε στα στενάκια. Δεν άργησε να φτάσει στο ξενοδοχείο του αφού το ταξί δεν τον είχε αφήσει πολύ μακριά, τόσο μόνο όσο χρειαζόταν για να πάρει τη γλυκιά γεύση της ενδοχώρας με τις γραφικές γιαγιάδες στα παγκάκια και τα κοριτσάκια με τις σχολικές τους στολές, όλα τους ίδια, να χοροπηδούν, να φωνάζουν και να τρέχουν δίνοντας ζωή στην πόλη. Μπήκε στο εστιατόριο και κάθισε αναπαυτικά σε ένα μικρό τραπεζάκι βυθισμένος στις σκέψεις του. Ήταν καλός στη δουλειά του, ήταν ο καλύτερος! Πριν λίγες ώρες είχε κλείσει συμφωνία εκατομμυρίων με πολυεθνική εταιρία και η μικρή επιχείρηση που είχε στήσει στην Ελλάδα πριν δύο δεκαετίες περίπου, τώρα είχε γίνει διεθνής κολοσσός! Και αυτός περήφανος πια μπορούσε να ηρεμίσει αναλαμβάνοντας τη γενική διοίκηση και το διεθνή συντονισμό. Κάτι που σήμαινε ευθύνες βεβαίως, αλλά και πολλά ταξίδια, οικονομική ευρωστία, καλοπέραση αλλά κυρίως ηθική ικανοποίηση και ανταμοιβή αφού αυτό ήταν το όνειρο του από παιδί! Να ηγηθεί στον χώρο των επιχειρήσεων και να αναγνωριστεί διεθνώς. Να πάρει το μικρό του οικοδόμημα και να το κάνει μεγάλο, να το κάνει τεράστιο και έτσι να γραφτεί με χρυσά γράμματα το όνομα του στις σελίδες της διεθνούς αγοράς. Δικαιώθηκαν επιτέλους οι επιλογές του, ξεπέρασε τα πρότυπα του και βγήκε μπροστά. Ήταν πρωτοπόρος, ήταν καινοτόμος και διαμόρφωνε πλέον τις τάσεις. Είχε επεκταθεί σε 23 χώρες σε ολόκληρο τον πλανήτη, είχε πιάσει όλες τις μεγάλες αγορές, είχε μπει σε όλες τις μεγάλες συμφωνίες και τώρα είχε επικρατήσει και στην ασιατική αγορά με ηγεμονικές αγορές επιχειρήσεων που τον καθιστούσαν τη μεγαλύτερη δύναμη σε Ινδία, Κίνα και Ινδονησία. Κανείς δε μπορούσε να τον φτάσει. Ήταν εμφανίσιμος σαρανταπεντάρης,
γοητευτικός, εξαιρετικά οξυδερκής, καλλιεργημένος και πλέον επιτυχημένος και αναγνωρισμένος στην διοίκηση επιχειρήσεων. Είχε αυτό το κάτι που κανείς δε μπορεί να προσδιορίσει, αλλά σε κάνει να ξεχωρίζεις από τη μάζα, σε κάνει διαφορετικό, σε κάνει ηγέτη.
Απορροφημένος όπως ήταν από τις σκέψεις του και την αυταρέσκεια του δεν παρατήρησε καν ότι ο σερβιτόρος που πλησίασε μονολογούσε στα ελληνικά, πριν τον ρωτήσει ευγενικά στα αγγλικά αν ήθελε να παραγγείλει. Με άπταιστα αγγλικά περιέγραψε το μενού που θα επιθυμούσε συμπεριλαμβάνοντας σούπα για πρώτο πιάτο, ψητό ρύζι με ανανά και κοτόπουλο για ορεκτικό, βραστά λαχανικά και χοιρινό με γλυκόξινη για κυρίως, και όλα αυτά να συνοδεύονται από διάφανο παραδοσιακό κινέζικο κρασί. Φυσικά το ξενοδοχείο είχε και ευρωπαϊκή κουζίνα αλλά το επόμενο πρωί ο Κώστας πέταγε για Shanghai και 3 μέρες αργότερα για Νέα Υόρκη, έτσι δεν είχε πολύ χρόνο για να χορτάσει αυθεντικό κινέζικο φαγητό. Καθώς γύριζε να φύγει ο σερβιτόρος, στιγμιαία, κοίταξε, απλά από συνήθεια, το ταμπελάκι με το όνομα του, που ήταν καρφιτσωμένο πάνω από την τσέπη του
πουκαμίσου του. Ντίνος Αγγελόπουλος έλεγε με λατινικούς χαρακτήρες. Αυτός ο σερβιτόρος είχε το ίδιο επώνυμο με τον Κώστα. Σίγουρα θα είναι Ελληνοαμερικάνος σκέφτηκε, μιας και το επώνυμο του είναι τόσο συνηθισμένο. Φαντάζεσαι να είναι Έλληνας; Αλλά αυτή ήταν μια στιγμιαία σκέψη που πνίγηκε στο πέλαγος των τόσων που πλημμύριζαν το μυαλό του. Έβγαλε ασυναίσθητα 50 δολάρια και τα άφησε στην άκρη να τα δώσει για πουρμπουάρ, αφού θα πλήρωνε με την κάρτα του.
Ο Ντίνος ήταν ένας μεσήλικας, μάλλον μεσόκοπος αρκετά ταλαιπωρημένος για την ηλικία του, ενώ στο πρόσωπο του μπορούσες να διακρίνεις ότι τίποτα δεν του χαρίστηκε σε αυτή τη ζωή. Είχε ξεκινήσει από την εφηβεία του να δουλεύει σκληρά και από τότε είχε αλλάξει αρκετές δουλειές χωρίς να νιώσει ποτέ επαγγελματική πληρότητα και ικανοποίηση. Στα 22 του είχε ανοίξει το δικό του κατάστημα στην Αθήνα, είχε βρει όπως έλεγε αυτό που έλλειπε από την αγορά και έτσι το εγχείρημα του θα είχε σίγουρη επιτυχία. Ήταν τόσο σίγουρος που είχε τσακωθεί και με τον πατέρα του, ο οποίος τον πίεζε να δεχτεί τη θέση στο δημόσιο που του πρόσφερε ο θείος και οι γνωριμίες του. Τα λεφτά δε θα ήταν πάρα πολλά αλλά θα ήταν σίγουρα και θα κάλυπταν τις βασικές του ανάγκες. Εξάλλου υπήρχαν και προοπτικές ανέλιξης με τα χρόνια. Αυτός πήρε ένα δάνειο και έβαλε μπρος το μαγαζί του.
Με όπλο την ιδέα του, αλλά και τις γνώσεις διοίκησης που είχε από τη σχολή του ήταν σίγουρος για την επιτυχία. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν επιμονή. Τα πράγματα όμως δεν πήγαν καλά και το μαγαζί δεν έβγαζε τα έξοδα του. Ο Ντίνος δεν το έβαζε κάτω. Η προώθηση φταίει έλεγε, θα κάνουμε καλύτερη διαφήμιση και θα έρθουν οι πελάτες. Πήρε κι άλλο δάνειο και άρχισε μεγάλη διαφημιστική καμπάνια. Ο κόσμος αυξήθηκε αισθητά αλλά τα έξοδα είχαν εκτοξευτεί, και όσο και αν φαινόταν περίεργο ο κόσμος σπάνια αγόραζε. Τα έβαλε με την στρατηγική πωλήσεων. Οι πωλητές δεν ξέρουν να πουλάνε έλεγε, δεν το πιστεύουν. Καινούριο δάνειο και πάλι για να σωθεί το μαγαζί και πάλι απογοήτευση.
Ο Ντίνος δεν το έβαζε κάτω, πούλησε το μαγαζάκι του στο κέντρο και βγήκε να εφαρμόσει το σχέδιο του στο εξωτερικό. Πίστευε ότι η ελληνική αγορά ήταν πολύ πίσω για να εκτιμήσει την ιδέα του, θα πήγαινε στην Αμερική να αποδείξει σε όλους ότι άξιζε η επιμονή του, και θα έστελνε λεφτά στην Ελλάδα να αποπληρωθούν τα δάνεια που είχε χρεώσει στον πατέρα του. Έφυγε για τον Καναδά και άρχισε να ψάχνει για ένα συνέταιρο να συμμερίζεται την ιδέα του, κάποιον που θα μπορούσε να βάλει το κεφάλαιο. Περάσανε κάμποσοι μήνες και όλες οι προσπάθειες αποδείχτηκαν άκαρπες. Απλώς δεν μπορούσε να πουλήσει την πρωτότυπη ιδέα του. Αρχίσανε να τελειώνουν τα λεφτά από την πώληση του μαγαζιού στην Αθήνα και ένιωθε τον χρόνο να τον πιέζει. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρει μια
δουλειά να βγάζει τα προς το ζην. Έκανε αίτηση στην αλυσίδα ξενοδοχείων Holiday Inn για τη θέση του manager και ύστερα από κάμποσες συνεντεύξεις τον πήραν δοκιμαστικά. Ο Ντίνος είχε πολύ όρεξη για δουλειά και έβαλε στόχο να αυξήσει την αποδοτικότητα των υπαλλήλων και να βελτιώσει την εξυπηρέτηση πελατών. Δυστυχώς όμως η διεύθυνση δεν ήταν ικανοποιημένη από τη δουλειά του. Πρότεινε να τον προσλάβει στην κουζίνα, αφού τους είπε πόσο μεγάλη ανάγκη από λεφτά είχε, και να τον στείλουν στο ξενοδοχείο στην Shanghai όπου θα έβγαζε αρκετά σε σχέση με το βιοτικό επίπεδο της χώρας, έτσι ώστε να του μένουν και κάποια λεφτά στην άκρη, ενώ θα του διέθεταν και δωμάτιο στο ξενοδοχείο.
Το πήρε απόφαση ο Ντίνος, εγκατέλειψε την ιδέα του, συμβιβάστηκε με τη δουλειά στην κουζίνα αλλά και με την επικείμενη μετακόμιση του στην Κίνα. Πρέπει κάποια στιγμή να αρχίσει να ξεπληρώνει το χρέος του στην τράπεζα. Οι τόκοι είχαν εκτιναχθεί και ο πατέρας του άρχισε να έχει προβλήματα με την υγεία του. Έπρεπε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Δούλεψε λίγα χρόνια στο Holiday Inn, έκανε αρκετές γνωριμίες και δεν άργησε να βρει καλύτερο μισθό σε ξενοδοχείο στο Macau. Ήταν σερβιτόρος στο Royal Hotel. Κατάφερνε να εξοικονομεί λίγα χρήματα κάθε μήνα κυρίως από τα πουρμπουάρ και με τον καιρό έβαλε και δυο τρεις βοηθούς στη δούλεψη του.
Ο Ντίνος και ο Κώστας είναι τόσο διαφορετικοί, με βίους εκ διαμέτρου αντίθετους, και μοναδικό σημείο τομής ένα φιλοδώρημα στη σάλα ενός ξενοδοχείου, αλλά με πολύ περισσότερα κοινά από όσα θα φαντάζονταν. Και τους δύο τους είχε συνεπάρει από μικρούς η διοίκηση και το management. Διάβασαν και οι δύο το μεγάλο δάσκαλο Δημήτρη Μπουραντά, που έδειχνε το δρόμο σε έναν ηγέτη να φτάσει στην καταξίωση, που έκανε την διοίκηση παιχνίδι, κρατούσαν σημειώσεις πάνω στο μεγάλο του λογοτεχνικό έργο ‘’όλα σου τα’ μαθα, μα ξέχασα μια λέξη’’ και ταυτίστηκαν με τον ήρωα του τον καθηγητή Νίκο Αλεξίου. Ξεκίνησε σα μεγάλη τους έμπνευση και κατέληξε στόχος ζωής. Διαμόρφωσε
την προσωπικότητα τους και έδωσε νέα πνοή στον τρόπο που σκέφτονταν.
Τους προέτρεπε να βρουν καινούριους και πρωτότυπους συνδυασμούς. Όπως έλεγε ξεχωρίζουν και πάνε μπροστά όσοι κάνουν τα πράγματα διαφορετικά, όσοι σκέφτονται έξω από το κουτί, πέρα από τις στερεότυπες και πεπατημένες λύσεις. Μη φοβάστε, είναι απαραίτητη η καταιγίδα για τα δέντρα που θέλουν να φτάσουν σε περήφανα ύψη. Αν ονειρευτείς θα κάνεις κάτι. Και αν κάνεις κάτι θα ονειρευτείς ξανά. Ο ηγέτης περνά όραμα, αξίες, ιδανικά. Πιστεύει στους ανθρώπους του και τους οδηγεί σε ένα καλύτερο αύριο. Ηγέτης μπορεί και πρέπει να είναι ο προϊστάμενος στην επιχείρηση, ο δάσκαλος στην τάξη, ο γονέας στα παιδιά, ο επαγγελματίας στο χώρο του, ακόμα και το παιδί στην παρέα του. Ο ηγέτης αμφισβητεί το κατεστημένο, ανοίγει νέους ορίζοντες, εμπνέει και πείθει, ο manager διαχειρίζεται δίνει εντολές και ελέγχει.
Λόγια που τα κάνανε τρόπο ζωής. Λόγια που σημαδέψανε τη ζωή τους, η βίβλος που συμβουλεύονταν για να πάρουν τις αποφάσεις τους. Ήταν το υπόδειγμα τους, θέλανε να ζήσουν τη ζωή του. Μπήκαν και οι δύο σε σχολές οργάνωσης και διοίκησης επιχειρήσεων. Διάβασαν αρκετά και πήραν το πτυχίο τους στα τέσσερα χρόνια. Τόσα κοινά βιώματα οι δυο τους αλλά με τόσο διαφορετικές διαδρομές. Γιατί; Ήταν θέμα τύχης; Ήταν θέμα μοίρας; Άσχημη συγκυρία; Ο ένας επιτυχημένος προκαλούσε την τύχη του και την δάμαζε και ο άλλος να κατρακυλάει όλο και πιο βαθιά στα χρέη όταν επιχειρεί να γίνει το ‘’αετόπουλο’’ που θα ξεφύγει από το ’’κοτέτσι’’. Περπατούσαν με τις ίδιες αρχές αλλά με
διαφορετικές ικανότητες. Είχαν τα ίδια εφόδια αλλά τα αξιοποιούσαν με διαφορετικό τρόπο, είχαν διαφορετική κρίση.
Όταν διάβαζαν στο πανεπιστήμιο κανένας καθηγητής δεν τους είπε ότι ηγέτης είναι αυτός που ξεχωρίζει, και αφού πρέπει να ξεχωρίζει θα είναι ένας στους τόσους. Ηγέτες δε μπορούν να γίνουν όλοι, ο ηγέτης είναι ξεχωριστός, ηγέτης γίνεται αυτός που ρισκάρει αλλά κερδίζει κιόλας. Σε κανένα βιβλίο δε λέει τι γίνεται με εκείνον που τελικά προσπαθεί αλλά δεν τα καταφέρνει. Κανείς δε μιλάει για αυτόν που ρισκάρει αλλά χάνει. Αυτός πάντα λείπει από το παραμύθι που τους μάθαν στο σχολείο, και πάντα ο ιππότης σκοτώνει το δράκο. Ποτέ δεν αναρωτήθηκαν πως ο δράκος έγινε τόσο τρομερός, ώστε να θέλει να τον σκοτώσει ο ιππότης, και πόσους ιππότες είχε σκοτώσει πριν από αυτόν. Σου λένε να μη φοβάσαι να ονειρεύεσαι να κυνηγάς τα όνειρα σου, με οποιοδήποτε κόστος, αλλά δε σου λένε τι θα γίνει άμα πέσεις.
Η κουλτούρα της αγοράς είναι ισοπεδωτική και προσπαθεί να κάνει την καλύτερη διαχείριση υλικού. Ωθεί τους πάντες να ποντάρουν στην ματαιοδοξία τους, να προσπαθήσουν και να αφήσουν κάτι πίσω τους, κάτι που θα σημαίνει πρόοδο για όλους. Οι ικανοί θα τα καταφέρουν και θα γράψουν το όνομα τους στο βιβλίο της ιστορίας. Οι υπόλοιποι θα μάθουν με το δύσκολο τρόπο ότι δεν είναι όλοι για μεγάλα πράγματα. Ότι έπρεπε να είχαν συμβιβαστεί και τώρα φοβούνται μέχρι και να ελπίζουν, όχι να
ονειρευτούν, κρυμμένοι και τσακισμένοι χωρίς καμία αναφορά στην προσπάθεια τους, που έβαλε υποθήκη το μέλλον τους. Το σύστημα έχει πάρει τα μέγιστα, αφού όλοι δώσανε τον καλύτερο εαυτό τους, οι καθηγητές, άθελα τους, το εξυπηρετούν μνημονεύοντας τις μεγάλες επιτυχίες του, θέλοντας να χαθούν στη λήθη οι ιππότες που δεν κατάφεραν να σκοτώσουνε το δράκο.
Μάλλον θα πρέπει ο καθένας να μάθει να μετράει τις δυνάμεις του. Να μάθει να βάζει μεσοπρόθεσμους στόχους για να φτάσει στο όνειρο. Στόχους εφικτούς και μονοπάτια τα οποία να είναι ξεκάθαρα. Αλλά πάνω από όλα ότι και να κάνουμε στη ζωή μας να είμαστε σίγουροι ότι είναι επιλογή μας. Ότι εμείς το διαλέξαμε και δε μας το έχουν επιβάλλει. Πρέπει να μπορούμε να κοιτάξουμε πίσω τη ζωή μας και να μην έχουμε να μετανιώσουμε για τίποτα. Όχι γιατί όλα πήγαν καλά, αλλά γιατί όλα πήγαν όπως θέλαμε να πάνε, και ακόμα και αν δεν καταφέραμε να φτάσουμε στο στόχο δε μας απασχολεί, γιατί εμείς το κάναμε για την ευχαρίστηση τη δική μας, την ικανοποίηση του ταξιδιού. Έτσι μόνο θα μπορέσουμε να βγούμε πιο δυνατοί από μία αποτυχία. Όταν ξέρουμε ότι παρόλο που δε φτάσαμε στην Ιθάκη αυτό που θέλαμε ήταν να περάσουμε από τις σειρήνες και τον Πολύφημο. Έτσι μόνο θα μπορέσουμε να νιώσουμε την απόλυτη επιτυχία. Όταν ξέρουμε ότι πετύχαμε σε αυτό που πραγματικά σήμαινε την Ιθάκη για εμάς. Αυτή είναι η τρομερή συνεισφορά της πειθούς στην κοινωνία των ανθρώπων. Είναι μεγάλο πράγμα για ένα γονιό να μπορεί να εξηγήσει στο εύπλαστο μυαλό ενός μικρού παιδιού τι είναι σωστό να κάνει, αλλά να το αφήνει να παίρνει μόνο του τις αποφάσεις του έστω και αν διαφωνεί με αυτές. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι, και για κάποιους λόγους με τις επιλογές που κάναμε, πετύχαμε ή αποτύχαμε. Αυτό δε σημαίνει ότι κρατάμε τη μυστική συνταγή για τίποτα από τα δύο. Ο καθένας έχει τη δική του, μέσα του, και τη χρησιμοποιεί όπως νομίζει. Οι υπόλοιποι είμαστε εδώ για να συμβουλεύουμε, αλλά και να στηρίζουμε τις αποφάσεις είτε συμφωνούμε είτε όχι. Κοιτάζοντας γύρω μας θα καταλάβουμε ότι ένας Ντίνος ή ένας Κώστας μπορεί να βρίσκονται οπουδήποτε. Ακόμα και μέσα μας.
Ένας οξύς παρατεταμένος ήχος γέμισε το δωμάτιο. Το ρολόι στο κομοδίνο έδειχνε 7 ακριβώς. Ο Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος σηκώθηκε νωχελικά από το κρεβάτι, ντύθηκε, έπλυνε τα δόντια και το πρόσωπο του, πήρε ένα τετράδιο και ένα στυλό έδωσε ένα βιαστικό φιλί στη μητέρα του, που τον περίμενε στην πόρτα, με το μπουφάν και τα κλειδιά του και έφυγε βιαστικά για το σχολείο. Τις δύο πρώτες ώρες έχει έκθεση και τη βαριέται, θα κάνει υπομονή μέχρι την πέμπτη ώρα που έχουν οργάνωση και διοίκηση επιχειρήσεων που απολαμβάνει τόσο πολύ. Τι του ετοίμαζε η μοίρα για το μέλλον του;